Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

είπα

  • 1 ведь

    ведь κι όμως, μα; δε \ведь я вам говорил μα εγώ σας το είπα
    * * *
    κι όμως, μα; δε

    ведь я вам говори́л — μα εγώ σας το είπα

    Русско-греческий словарь > ведь

  • 2 попятный

    попятный
    прил:
    идти на \попятный» разг ὑποχωρώ, ἀνακαλώ αὐτά πού είπα.

    Русско-новогреческий словарь > попятный

  • 3 этот

    эт||от
    1. мест, указат. αὐτός, τοῦτος:
    \этот человек αὐτός ὁ ἄνθρωπος· кто \этот человек? ποιος εἶναι αὐτός ὁ ἄνθρωπος;·
    2. в знач. сущ. э́то αὐτό, τοῦτο:
    это мое желание αὐτή εἶναι ἡ ἐπιθυμία μου· эта хорошо́ αὐτό εἶναι καλό· это я вижу αὐτό τό βλέπω· что это? τί εἶναι αὐτό;· все э́то ὅλ' αὐτά· я \этотого не говорил δέν είπα τίποτε τέτοιο· дайте мне вот \этотого δώστε μου αὐτό· ◊ вместе с \этотим, при \этотом μαζί μ' αὐτό· для \этотого γι ' αὐτό, γιά τοῦτο.

    Русско-новогреческий словарь > этот

  • 4 гнев

    α.
    θυμός, οργή•

    вспышка -а ξέσπασμα οργής•

    не помнить себя в -е γίνομαι έξω φρενών•

    подпасть под чей-л. -πέφτω σε ε-ξοργισμένον•

    навлечь на себя гнев επισύρω την οργή•

    гнев божий οργή θεού•

    воспламенить гнев ανάβω το θυμό•

    сдерживать свой гнев συγκρατώ το θυμό•

    излить свой гнев ξεσπώ το θυμό•

    сменить гнев на милость ξεθυμώνω, μαλακώνω•

    не во гнев будь сказано (με συγχωρείτε) δεν το είπα για να θυμώσετε.

    Большой русско-греческий словарь > гнев

  • 5 да

    да 1
    μόριο
    1. βεβαιωτικό• ναι, μάλιστα•

    все здесь? да да όλοι είναι εδώ; да ναί•

    отвечайте: да или нет απαντάτε: ναι ή όχι•

    хочешь чаю? да да θέλεις τσάι; да ναι.

    || πραγματικά, αλήθεια•

    там было хорошо, да, очень хорошо εκεί ήταν καλά, πραγματικά, πολύ καλά.

    2. (ξαφνική ενθύμηση) α ναι•

    я, кажется, все сказал...да! вот еще νομίζω πως τα είπα ολα... α ναι! να ακόμα τι.

    3. (δυσπιστία, αντίρρηση κλπ.) ναι πως, αμ πως•

    я хлопочу чтобы ты скорее отправиться. да да хлопочешь εγώ φροντίζω ν’ αναχωρήσεις το γρηγορότερο. Αμ πως φροντίζεις.

    4. (ερωτηματικό) ναι; αλήθεια;•

    я изменился, да? εγώ άλλαξα, ναι;

    5. (επιτακτικό) δα, ντε, και, λοιπόν•

    кто сказал? да да тот ποιος είπε; Εκείνος δα•

    да что с вами говорить! και τι να πω με σας!•

    куда идти? да да прямо κατά πού νά πάω;-Κατ’ ευθεία δα (ντε)•

    да отправляйтесь вы поскорее αναχωρείτε λοιπόν το γρηγορότερο.

    || (μέσα στην πρόταση και μπροστά από το κατηγορούμενο επιτείνει τη σημασία) να• και.
    6. (επίμονη παράκληση, παρότρυνση) δά•

    да садись, садись, чего ты стоишь! κάθισε δα,κάθισε,τι στέκεσαι ορθός! || (επιτακτικό-προτρεπτικό)• άιντε, έλα•

    да ну, брат, поскорее! άιντε, καημένε, πιο γρήγορα!

    7. (με προστακτική και σημασία υποθετική• και αν (ακόμα)•

    да будь он... κι αν ακόμα αυτός...

    8. (με ρήμα 3ου ενκ. προσ. ενεστώτα και μέλλοντα)• άς, είθε να• ζήτω•

    да здравствует мир во всем мире! ζήτω η ειρήνη σ’ όλο τόν κόσμο!•

    да здравствует дружба меаду народами! ζήτω η φιλία ανάμεσα στους λαούς!

    εκφρ.
    ну да! – (απλ.) αμπώς! (вот) это да! (απλ.) αυτό μάλιστα! (για θαυμασμό, επιδοκιμασία)•
    аи даβλ. ай; ну да (απλ.) βλ. да 1 (1, 3 σημ.).
    да 2
    σύνδ.
    1. συμπ λκ. και•

    он да я αυτός κι εγώ•

    день да ночь μέρα και νύχτα•

    хлеб да соль ψωμί κι αλάτι.

    2. επίτακτ. καί, επί•

    шел я ночью один, да еще лесом βάδιζα τη νύχτα μόνος κι ακόμα (επί πλέον) μέσα στο δάσος.

    3. σύνδ. αντιθετικός• όμως, αλλά, μα•

    я согласен, да только с условием είμαι σύμφωνος, όμως μ’ ένα όρο.

    εκφρ.
    да и... – α) και. β) ξαφνικά, απότομα•
    жил, жил, да помер – έζησε, έζησε και ξαφνικά πέθανε, γ) επί πλέον, και., ακόμα•
    да и говорить-то об этом не стоит – ακόμα και να μιλήσεις γι’ αυτό δεν αξίζει•
    да и только – (καί) μόνο, διαρκώς•
    плачет, да и только – κλαίει και μόνο (συνεχώς)•
    смеется, да и только – γελά ακατάπαυστα.

    Большой русско-греческий словарь > да

  • 6 дезавуировать

    -рую, -руешь, ρ.δ.κ.σ.μ. (γραπ. λόγος) αποκηρύσσω, στερώ της εμπιστοσύνης. || αρνούμαι, ανακαλώ ό,τι είπα ή έπραξα.

    Большой русско-греческий словарь > дезавуировать

  • 7 дёрнуть

    ρ.σ.
    1. βλ. дргать.
    (απλ.) περνώ, κινώ απότομα.
    2. κινούμαι, ξεκινώ απότομα.
    3. (απλ.) πίνω, τραβώ, τσούζω•

    -ем ещё ας τσούξομε ακόμα λίγο.

    4. (απλ.) αναχωρώ με μεταφορικό μέσο.
    5. (απλ.) καταπιάνομαι, με ζήλο, στα ζεστά.
    εκφρ.
    чёрт ή нелёгкая дёрнул (-ла) – ο διάβολος μ' έσπρωξε, με παρακίνησε•
    чёрт -ул за язык; -ло за язык кого – ο διάβολος μ' έβαλε και είπα τέτοια λέξη.
    βλ. дргаться.

    Большой русско-греческий словарь > дёрнуть

  • 8 мы

    (нас, нам, нас, нами, о нас) προσωπική αντωνυμία.
    1. πλθ. (ενκ. я) εμείς•

    мы победим εμείς θα νικήσομε.

    || σημαίνει, ομάδα ανθρώπων συμπεριλαμβανομένου και του ομιλούντος•

    нас было трое εμείς ήμασταν τρεις•

    мы с тобой εμείς οι δυο, εγώ και σΰ.

    2. χρησιμοποιείτε αντί του «Я» (ενκ.)• как мы уже говорили выше όπως ήδη εμείς είπαμε παραπάνω (αντί: εγώ είπα)•

    мы себя покажем θα δείζομε ποιοι είμαστε (αντί: θα δείξω).

    || εξ ονόματος του μονάρχη: εμείς (αντί του εγώ). || χρησιμοποιείται αντί: «ты», «вы»; как мы себя чувствуем? πως αισθανόμαστε; (αντί: πως αισθάνεστε;).

    Большой русско-греческий словарь > мы

  • 9 обида

    -не,
    1. προσβολή•

    нанести -у προσβάλλω, θίγω•

    считать за -у το θεωρώ προσβολή•

    тяжкая обида βαριά προσβολή•

    не в -у вам сказано δεν το είπα για να σας θίξω•

    взаимные -ы οι αντεγκλίσεις.

    2. δυσάρεστο (λυπηρό) πράγμα•

    опоздал я в театр, какая -! άργησα για το θέατρο, τι λυπηρό γεγονός!

    Большой русско-греческий словарь > обида

  • 10 подтверждение

    ουδ.
    επιβεβαίωση, επικύρωση•

    в подтверждение моих слов σε επιβεβαίωση των όσων είπα•

    новость эта требует подтверждение αυτή η είδηση απαιτεί επιβεβαίωση ή πρέπει να επιβεβαιωθεί.

    Большой русско-греческий словарь > подтверждение

  • 11 расчёт

    α.
    1. υπολογισμός, λογαριασμός•

    правильный расчёт σωστός λογαριασμός•

    ошибка в -θ λάθος στο λογαριασμό ή λογιστικό λάθος•

    произвести расчёт κάνω υπολογισμό.

    2. απόλυση από την εργασία (με τις δουλεμένες αποδοχές).
    3. μτφ. λογοδοσία.
    4. σκοπός, πρόθεση•

    ошибся в своих -ах λάθεψα στους υπολογισμούς•

    сказал ему с -ом του είπα σκόπιμα•

    обмануться в -е πέφτω έξω στους υπολογισμούς•

    сделал это без всякого -а το έπραξα χωρίς κανένα απώτερο σκοπό.

    5. όφελος, κέρδος• συμφέρον•

    мне нет -а ехать туда δεν έχω κανένα όφελος να πάω εκεί.

    6. βλ. расчтливость.
    7. (στρατ.) το στοιχείο (οι πυροβολητές).
    εκφρ.
    врасчёт -е – πάτοι (ξόφλισα, πάτσισα)•
    из -а – παίρνοντας υπ όψη, υπολογίζοντας•
    принять (взять) в расчёт – λαβαίνω (παίρνω•) υπ όψη.

    Большой русско-греческий словарь > расчёт

  • 12 сердце

    -а, πλθ. сердца, -дец, -дцам
    ουδ.
    1. η καρδιά•

    сердце бьтся η καρδιά χτυπά•

    порок –а ελλάττωμα της καρδιάς•

    болезни -а καρδιακές παθήσεις•

    биение -а ο παλμός (χτύπος) της καρδιάς, καρδιοχτύπι.

    2. έδρα συναισθημάτων κ. παθών•

    сердце радуется η καρδιά χαίρεται (αγαλιάζει)•

    я всё сказал, что было на -е όλα τα είπα, ό,τι είχα στην καρδιά (μέσα μου).

    3. θυμός, οργή, εξόργιση.
    4. κέντρο•

    афины сердце - Греции η Αθήνα είναι η καρδιά της Ελλάδας.

    εκφρ.
    в -ах – στο θυμό, στην οργή, όντας θυμωμένος, οργισμένος•
    от всего -а – μ όλη μου την καρδιά (ολόψυχα)•
    по -у ή по -у – κατά το γούστο, όπως αρέσει•
    с открытым -ем – ανοιχτόκαρδα, ειλικρινέστατα•
    с чистым -ем – με καθαρή την καρδιά (ειλικρινέστατα)•
    всем -ем – ολόκαρδα•
    сердце моё! – (επιφώνημα)• καρδούλα μου!•
    сердце болит (щемит, ноет, сжалось) – η καρδιά πονά, πιέζει, σφίγγει (από φόβο, θλίψη)•
    сердце падает (оборвалось или дрогнуло) у меня – μου κόπηκε η καρδιά μου ή το αίμα μου (τρόμαξα, ξαφνιάστηκα)•
    держать или иметь сердце на кого – κρατώ, έχω γινάτι για κάποιον•
    разбить сердце чь – συντρίβω την καρδιά κάποιου (καταθλίβω)•
    сорвать сердце на ком – ξεσπώ σε θυμό κατά κάποιου•
    брать (взять,хватать) за сердце – συναρπάζω, καταγοητεύω, εντυπωσιάζω πολύ, αιχμαλωτίζω, συγκινώ•
    принять (близко) к -у – συμπαθώ, πονώ, ενδιαφέρομαι, (τον, την κλπ.) έχω στην καρόιά μου•
    отлегло от -а – ξαλάφρωσε η καρδιά (από φόβο, ανησυχία, ταραχή).

    Большой русско-греческий словарь > сердце

  • 13 так

    1. επίρ. έτσι, κατ αυτόν τον τρόπο•

    так надо делать έτσι πρέπει να το κάνεις•

    не говори έτσι να μη μιλάς•

    именно так έτσι ακριβώς•

    вот так надо работать να έτσι πρέπει να εργάζεσαι.

    2. επίρ. τόσο•

    -я много ходил, что устал τόσο πολύ βάδισα, που κουράστηκα.

    || επίρ. τότε, σε τέτοια περίπτωση•

    я тебя не хочу слушать. так уходи δε θέλω να σε ακούω. так Τότε, φεύγα.

    3. επίρ. χωρίς συνέπειες, ατιμώρητα•

    так это не пройдт έτσι αυτό δε θα περάσει.

    4. επίρ. χωρίς απώτερο σκοπό•

    я сказал просто так εγώ έτσι απλώς το είπα.

    5. χωρίς εφαρμογή μέσων, καταβολή προσπαθειών κλπ. болезнь так не пройдёт η άρρωστεια έτσι (χωρίς θεραπεία) δε θα περάσει.
    6. μόριο• α τίποτε•

    что с тобой? так - τι έχεις; α τίποτε.

    7. μόριο άτονο• συνεπώς, δηλαδή•

    едем? δηλαδή πάμε; αναχωρούμε;•

    так согласен? δηλαδή συμφωνείς;

    8. (μόριο βεβαιωτικό)• ναι, μάλιστα, πραγματικά•

    так это он ναι αυτός είναι.

    9. (μόριο άτονο επιτακτικό•) έτσι (με επίταση της φωνής)•

    а я так думаю όμως εγώ έτσι νομίζω.

    10. μόριο• παραδείγματος χάρη, λόγου χάρη.
    11. όμως, αλλά•

    отец тебе говорил, так слушать ты не хотел ο πατέρας σου έλεγε, αλλά εσύ δεν ήθελες ν' ακούσεις.

    εκφρ.
    за так – έτσι, απλήρωτα, δωρεάν•
    (и) так и так; (и) так и сяк; (и) так и этак; то так, то сяк – α) κι έτσι κι έτσι• κι έτσι κι αλλιώς• παντοιοτρόπως, β) πάτε έτσι, πότε αλλιώς• πότε καλά, πότε άσχημα•
    (и) так и сяк; так-сяк – α) έτσι κι έτσι, ούτε πολύ, ούτε λίγο, ούτε καλά, ούτε άσχημα, μεσαία, β) με δυσκολία•
    не так чтобы – όχι και τόσο•
    тяжело он болен? так да не так чтобы тяжело – είναι βαριά άρρωστος; όχι και τόσο βαριά•
    так его (е, ихκλπ.) καλά να τον κάνουν (για εκδίκηση)•
    так точно – μάλιστα (στρατ. απάντηση)•
    так и так – κι έτσι•
    я и знал – κι έτσι (το) ήξερα•
    снег так и валил – κι έτσι χιόνιζε πολύ•
    я так и думал – έτσι κι εγώ σκεφτόμουν•
    так и она не узнала – κι έτσι αυτή δεν έμαθε (δεν πληροφορήθηκε)•
    так и есть – έτσι και είναι•
    так и знай – έτσι και να ξέρεις•
    так и так (мол) – έτσι κι έτσι (λένε)•
    на так – α) απλ. (για ανταλλαγή) ένα μ ένα. β) ίση αναλογία•
    взять муку и сахар- на- – παίρνω ίση αναλογία αλεύρι και ζάχαρη•
    так нет – δεν έγινε (δε συνέβηκε) έτσι•
    так себе – α) μέτρια, υποφερτά, ανεκτικά, β) έτσι•
    так-то (вот) – να πως•
    так-то, но (а, да)... – αλήθεια, πραγματικά, σωστά•
    так только – απλώς μόνο και μόνο•
    так точно – έτσι ακριβώς.

    Большой русско-греческий словарь > так

  • 14 что

    чего, чему, чем, о чём αντων.
    1. (ερωτηματική)• τι•

    что мне теперь сделать? τι να κάνω τώρα;•

    что случилось? τι συνέβηκε;•

    что вы сказали? τι είπατε;•

    что нового? τι νέα;•

    о чём вы говорите? για τι μιλάτε; (περί τίνος μιλάτε;)• о чём вы думаете? τι σκέπτεστε;•

    что это такое? τι ειν αυτό;•

    ну что? λοιπόν τι;

    2. (αναφ.) αυτό που, αυτό το οποίο• ό,τι•

    я знаю что вы хотите ξέρω, τι θέλετε•

    я знаю, о чём думаете ξέρω, τι σκέπτεστε•

    я вам прочту что вы хотите θα σας διαβάσω ό,τι εσείς θέλετε.

    3. (αναφ.) οποίος, -α, -ο• που•

    книга, что лежит на столе το βιβλίο, που είναι πάνω στο τραπέζι•

    то, что... αυτό, που...• я вижу то, что лежит на столе βλέπω αυτό, που είναι πάνω στο τραπέζι.

    4. γιατί•

    что вы такой грустный? γιατί είστε έτσι θλιμμένος;•

    что вы так долго не спите? γιατί τόση ώρα δεν κοιμάστε;•

    а что? και γιατί;

    5. επίρ. πόσο, τι•

    стоит эта книга? πόσο κοστίζει αυτό το βιβλίο.

    || πόσος, -η, -ο•

    что денег истрачено!πόσα χρήματα ξοδεύτηκαν!•

    что сил истрачено! πόσες δυνάμεις ξοδεύτηκαν! (πάνε χαμένες!).

    || όσος, -η, -ο•

    что было у меня сил όσες δυνάμεις είχα.

    6. κάτι (τι), τίποτε•

    если что знаешь, так скажи αν ξέρεις κάτι τι, πες το•

    что чуть, в случае чего, бегите за мной σε περίπτωση που συμβεί κάτι, τρέξτε σε μένα.

    7. τι•

    что за шум? τι θόρυβος είναι αυτός;•

    что толку; что пользы; что хорошето τι νόημα, τι όφελος, τι το καλό.

    8. ό,τι•

    всего что я знал, рассказал отцу όλα όσα ήξερα,τα είπα στον πατέρα.

    || ο οποίος, -α, -ο•

    старая черешня что посажена дедушкой η παλαιά κερασιά, που την είχε φυτέψει ο παππούς.

    εκφρ.
    а -? – και τι;•
    до чего... – α) εξαιρετικά•
    до чего хорош! – εξαιρετικά καλός (εξαίσιος), β) ως που, σε τι (ποιόν) βαθμό•
    до чего ты меня довл – σε τι βαθμό (κατάσταση) με έφερες ή με κατάντησες!•
    к чему – γιατί, προς τι, για ποιο λόγο ή σκοπό•
    не к чему – δεν έχει κανένα νόημα, δε χρειάζεται, σε τίποτε δεν ωφελεί•
    ни к чему – (ως κατηγ.)• δε χρειάζομαι•
    тебе, мальчик, домой уйти, а здесь ты ни к чему – εσύ, μικρέ, να πας στο σπίτι, εδώ εσύ δε χρειάζεσαι•
    с чего – από τι, από που και ως που, για ποιο λόγο, γιατί, που βασιζόμενος•
    ни за что – σε καμιά περίπτωση, με κανένα λόγο•
    ни за что и ни за что ни про что – τελείως άδικα, άδικα των αδίκων, στα χαμένα, μάταια• (уж) на что τόσο πολύ, σε τέτοιο βαθμό•
    хоть бы что – (ως κατηγ.) είναι τελείως αδιάφορο•
    чего-чего, а... – βρε, τι είν αυτό... что ли (ль) τι, μήπως•
    что бы ни.... – όλο, οποιοδήποτε•
    что бы... – είθε, μακάρι, άμποτε•
    что ты (вы)! – (για θαυμασμό, φόβο) τι λες (λέτε)! (ну) что ж (же) (ενδοτικό) λοιπόν, τι (να γίνει), άλλος δρόμος δεν υπάρχει,παρά να... что (это) за α) τι είν αυτό•
    что это за бумаги – τι χαρτιά είν αυτά. β) τι• (για θαυμασμό, αγανάκτηση κλπ.) что за день сегодня! τι μέρα σήμερα!•
    что за здание! – τι (ωραίο) κτίριο!•
    что говорить – τι να πεις (είναι καλό, σωστό, άμεμπτο)•
    что ни (на) есть – ό,τι υπάρχει και δεν υπάρχει (όλα παντελώς)•
    чем не – και τι δεν έχει για, τι δεν ταιριάζει για... чем он не учный? τι έχει αυτός, που δεν του ταιριάζει για επιστήμονας;•
    во что бы то ни стало – οπωσδήποτε, με οποιοδήποτε μέσο και τρόπο•
    ни во что не ставить ή считать – δεν τον έχω, θεωρώ για τίποτε•
    ни с чем уйти (остаться, вернуть(ся) – φεύγω, μένω, επιστρέφω με αδεινά τα χέρια (άπρακτος).
    ειδ. σύνδ.
    1. ότι, πως•

    я знаю что это правда ξέρω ότι αυτό είναι αλήθεια•

    говорят, что он болен λένε πως αυτός είναι άρρωστος.

    2. ότι, που•

    я счастлив что вас вижу είμαι ευτυχής που σας βλέπω.

    3. όπως, σαν.
    4. χρον. σύνδ. παλ. μόλις, ευθύς, άμα.
    5. σύνδ. διαχωριστικός• τι..., τι...• что в городе, что в деревне что одно и тоже τι στην πόλη, τι στο χωριό что ένα, και το ίδιο.
    6. μόριο (στα λαϊκά τραγούδια)• τι• (στην αρχή του στίχου).
    εκφρ.
    только и..., что – αποκλειστικά, μόνο (ότι).

    Большой русско-греческий словарь > что

См. также в других словарях:

  • είπα — (AM εἶπον και εἶπα) αόρ. τού ρ. λέγω. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. έπος] …   Dictionary of Greek

  • εἶπα — εἶπον said aor ind act 1st sg (epic ionic) εἶπον said aor ind act 1st sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέ(γ)ω — είπα, ειπώθηκα, ειπωμένος 1. μιλώ, διηγούμαι: Η γιαγιά μάς είπε ένα παραμύθι. 2. μτφ., αναφέρω: Δε μου είπες ότι θα έρθεις. 3. εκφράζω, ομολογώ: Είπα την αλήθεια. 4. απαγγέλλω, ψάλλω: Είπε ένα ποίημα. 5. παραγγέλλω, διατάζω: Κάνε ό,τι σου λέω. 6 …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εἶπ' — εἶπα , εἶπον said aor ind act 1st sg (epic ionic) εἶπε , εἶπον said aor ind act 3rd sg (epic ionic) εἶπε , εἶπον said aor imperat act 2nd sg εἶπε , εἶπον said aor ind act 3rd sg εἶπαι , εἶπον said aor imperat mid 2nd sg (epic ionic) εἶπαι , εἶπον …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἶφ' — εἶπα , εἶπον said aor ind act 1st sg (epic ionic) εἶπε , εἶπον said aor ind act 3rd sg (epic ionic) εἶπε , εἶπον said aor imperat act 2nd sg εἶπε , εἶπον said aor ind act 3rd sg εἶπαι , εἶπον said aor imperat mid 2nd sg (epic ionic) εἶπαι , εἶπον …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰπάσης — εἰπά̱σης , εἶπον said aor part act fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἴπας — εἴπᾱς , εἶπον said aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἴπασα — εἴπᾱσα , εἶπον said aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἴπασαν — εἴπᾱσαν , εἶπον said aor part act fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἴπασι — εἴπᾱσι , εἶπον said aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἴπασιν — εἴπᾱσιν , εἶπον said aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»