είναι μιά

  • 1μία — και μια, η (ΑΜ μία) θηλ. τού ένας (εἷς) νεοελλ. 1. θηλ. τού απόλυτου αριθμητικού ένας, μία και μια, ένα, που εκφράζει την έννοια τής μονάδας 2. θηλ. τού αόρ. άρθρ. ένας, μία και μια, ένα 3. (θηλ. τής αόριστης αντωνυμίας ένας, μία και μια, ένα)… …

    Dictionary of Greek

  • 2Χίλιες και μία νύχτες — Συλλογή παραμυθιών σε αραβική γλώσσα –γνωστή στην Ελλάδα περισσότερο ως Χαλιμά– της οποίας ο πρώτος πυρήνας ήταν γνωστός από τον 9o αι.: μια σειρά διηγημάτων ινδικής καταγωγής πέρασε στον πολιτισμό της εποχής των Αββασιδών και την εποχή εκείνη… …

    Dictionary of Greek

  • 3ένας, ο, μία, η — και μια, η, ένα, το αριθμ. απόλ. κλιτό 1. εκφράζει την έννοια της μονάδας: Ύψος ενός μέτρου. 2. μοναδικός: Ένας, αλλά λέοντας. 3. ο ίδιος: Μια μάνα μας γέννησε. 4. (αόριστο άρθρ.), κάποιος: Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς. 5. για… …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 4Αφρική — Μία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται στο ανατολικό ημισφαίριο, στα νότια της Ευρώπης και στα δυτικά της Ασίας. Μολονότι αποτελεί μέρος, μαζί με την Ευρώπη και την Ασία, της Αρχαίας Ηπείρου, η απέραντη αυτή ήπειρος διαφέρει ουσιαστικά από αυτές,… …

    Dictionary of Greek

  • 5σημείο — Μια από τις αρχικές έννοιες, στις οποίες βασίζεται η ευκλείδεια γεωμετρία· για τον Ευκλείδη το σ. ήταν κάτι, που «δεν είχε μέρη» («σημείον δ’ έστΐν ού μέρος ούδέν»), το αδιαίρετο στοιχείο (χωρίς διαστάσεις), το πρώτο συστατικό στοιχείο του χώρου …

    Dictionary of Greek

  • 6υπερβολή — Είναι ο γεωμετρικός τόπος των σημείων ενός επιπέδου, τα οποία έχουν σταθερή διαφορά αποστάσεων από δύο δοθέντα σημεία του επιπέδου (εστίες). Η υ. είναι κωνική καμπύλη, προέρχεται, δηλαδή, από την τομή ενός επιπέδου με έναν κώνο και παριστάνεται… …

    Dictionary of Greek

  • 7αντιπροσωπεία — Είναι μια έννοια που στο νεότερο δίκαιο έχει δύο θεμελιώδεις, αλλά εντελώς αποκλίνουσες σημασίες, σύμφωνα με το αν γίνεται χρήση της στο ιδιωτικό δίκαιο ή στο δημόσιο δίκαιο. Στο ιδιωτικό δίκαιο η α. είναι θεσμός που ανάγεται κυρίως στο ρωμαϊκό… …

    Dictionary of Greek

  • 8επιλίμνιο — Μία από τις τρεις ζώνες στις οποίες χωρίζονται κατακόρυφα τα νερά των λιμνών. Η πρώτη, η ανώτερη ζώνη, είναι εκείνη όπου το νερό κυκλοφορεί αρκετά, ενώ το οξυγόνο βρίσκεται σε ποσότητες που ευνοούν τη ζωή και το φως· τόσο από άποψη ποιότητας όσο… …

    Dictionary of Greek

  • 9συμπληρωματική, γωνία — Μια γωνία λέγεται συμπληρωματική άλλης, αν (και μόνο) το άθροισμά τους είναι μια ορθή γωνία …

    Dictionary of Greek

  • 10Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …

    Dictionary of Greek