είναι απαραίτητο

  • 91ιζηματογένεση — Γεωλογικό φαινόμενο που χαρακτηρίζεται από τη συσσώρευση βιογενούς ή κλαστικού υλικού, το οποίο προέρχεται από την καταστροφή πετρωμάτων που προϋπάρχουν (αποσάθρωση) και από τον σχηματισμό πετρωμάτων που ονομάζονται γι’ αυτό τον λόγο ιζηματογενή …

    Dictionary of Greek

  • 92ραδιοβιολογία — Η μελέτη της επίδρασης των ακτίνων X πάνω στους ζωντανούς ιστούς. Η φυσιολογική επίδραση των ακτίνων X πάνω στους ιστούς, εξαρτιέται από τη δομή που επιδρά και το είδος του κυττάρου που τη δέχεται. Σε ασθενείς δόσεις, οι ακτίνες X επιδρούν… …

    Dictionary of Greek

  • 93σκάφος — Σύνολο εξωτερικών και εσωτερικών στοιχείων, που επιτρέπουν σ’ ένα πλοίο να πλέει και να αντέχει στις πιέσεις στις οποίες υπόκειται κατά τις διάφορες συνθήκες χρήσης. Σ’ ένα μεταλλικό πλοίο, το στεγανό περίβλημα (επίρραμμα), που αποτελεί το… …

    Dictionary of Greek

  • 94πυρίμαχα υλικά — Υλικά που χρησιμοποιούνται σε βιομηχανικές κατασκευές και χαρακτηρίζονται από την αντοχή τους στις υψηλές θερμοκρασίες χωρίς να χάνουν το σχήμα ή τη σκληρότητά τους. Τα π.υ. δεν αντιδρούν χημικά με τα υλικά που έρχονται σε επαφή και, σύμφωνα με… …

    Dictionary of Greek

  • 95Τουρκεστάν — ή Τουρκιστάν). Ιστορική περιοχή της κεντρικής Ασίας, οι κάτοικοι της οποίας μιλούν ιδιώματα του τουρκικού γλωσσικού κορμού. Εκτείνεται από την Κασπία Θάλασσα στα Δ, έως την έρημο Γκόμπι στα Α και ορίζεται στα Ν από τις ορεινές αλυσίδες Κοπέτ… …

    Dictionary of Greek

  • 96σεισμολογία — Κλάδος της γεωφυσικής, που εξετάζει τα σεισμικά φαινόμενα, δηλαδή τους σεισμούς και το σύνολο των εκδηλώσεων που συνδέονται με αυτούς. Κύριος σκοπός της σ. είναι η έρευνα του τρόπου διάδοσης, των σεισμικών κυμάτων που γεννιούνται στην εστία του… …

    Dictionary of Greek

  • 97άγιοι — Ο όρος, με χριστιανική σημασία, χρησιμοποιήθηκε αρχικά για να δηλώσει τα μέλη της εκκλησίας, τους χριστιανούς. Από τον 2o αι. και ύστερα η εκκλησία ονομάζει α. μόνο τους μάρτυρες (εκείνους που ομολόγησαν τη χριστιανική τους πίστη με μαρτυρικό… …

    Dictionary of Greek

  • 98ακίνητα — Η περιουσία ή οποιαδήποτε ιδιοκτησία σχετίζεται με το έδαφος και τα συστατικά του μέρη (αντίθετο: κινητή περιουσία). Στην καθημερινή χρήση, ο όρος αναφέρεται σε περιουσιακά στοιχεία όπως τα οικόπεδα και τα σπίτια. (Νομ.) Σύμφωνα με το δίκαιο που… …

    Dictionary of Greek

  • 99αλιωτίδες — (haliotidae). Οικογένεια αρχαιογαστερόποδων μαλακίων. Ζουν επάνω στους βράχους των ακτών που βρέχονται από τα κύματα. Το όστρακό τους κυμαίνεται από 5 έως 30 εκ. και είναι ωοειδές και πλατύ. Στο επάνω μέρος του οστράκου υπάρχουν ορισμένες τρύπες …

    Dictionary of Greek

  • 100Γαβριηλίδης, Βλάσης — (Κωνσταντινούπολη 1848 – Αθήνα 1920). Δημοσιογράφος και λογοτέχνης. Σπούδασε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή, όπου διακρίθηκε τόσο ώστε ο πλούσιος ομογενής Γ. Σίνας ανέλαβε να τον στείλει με έξοδά του να σπουδάσει στο εξωτερικό και πήγε στη Λειψία,… …

    Dictionary of Greek