είναι απαραίτητο

  • 121ιστόνες — Ομάδα μικρών πρωτεϊνών με βασικές ιδιότητες που οφείλονται κυρίως στην παρουσία των βασικών αμινοξέων αργινίνη, λυσίνη και ιστιδίνη. Ταξινομούνται σε πέντε μεγάλες κατηγορίες (H1, H2A, H2B, H3 και H4), ενώ εμφανίζονται εξαιρετικά συντηρητικές… …

    Dictionary of Greek

  • 122Πηνελόπη — Πρόσωπο της ελληνικής μυθολογίας, κόρη του βασιλιά της Σπάρτης ή των Αμυκλών Ικαρίου και σύζυγος του Οδυσσέα. Ένα χρόνο μετά τον γάμο τους, ο Οδυσσέας έφυγε για τον Τρωικό πόλεμο, αφήνοντας την με το γιο τους Τηλέμαχο, βρέφος ακόμα. Είκοσι… …

    Dictionary of Greek

  • 123αστέρητος — η, ο (Μ ἀστέρητος, ον) [στερώ] αυτός που δεν γνώρισε στερήσεις, που έχει ό,τι του είναι απαραίτητο …

    Dictionary of Greek

  • 124γιγαντισμός — Παθολογική κατάσταση, κατά την οποία ένα άτομο έχει ανάστημα πολύ ψηλότερο από το κανονικό, που συνοδεύεται και από ανάλογη αύξηση στα διάφορα όργανα του σώματος. Η αιτία της πάθησης βρίσκεται σε λειτουργική διαταραχή της υπόφυσης η οποία παράγει …

    Dictionary of Greek

  • 125μαγνησιοπενία — η ιατρ. κατάσταση που οφείλεται σε ανεπαρκή πρόσληψη μαγνησίου, που είναι απαραίτητο για τις ενζυμικές αντιδράσεις τού μεταβολισμού τών υδατανθράκων …

    Dictionary of Greek

  • 126μακροστοιχείο — το βοτ. χημικό στοιχείο που είναι απαραίτητο σε μεγάλες σχετικά ποσότητες για τη συνεχή αύξηση και ανάπτυξη ενός φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. macronutrient, και αντιδάνεια ως προς το α συνθετικό της λέξη (< μακρ[ο]… …

    Dictionary of Greek

  • 127στοιχειώ — όω, ΜΑ [στοιχεῑον] παθ. στοιχειοῡμαι, όομαι εφοδιάζομαι με ό,τι είναι απαραίτητο («τῷ φόβῳ τοῡ Κυρίου στοιχειούμενος», Μηναί.) μσν. 1. με μαγικές πράξεις αποτρέπω την επιβλαβή επίδραση διαφόρων ζώων ή όντων ή τά καθιστώ φύλακες ενός τόπου (α.… …

    Dictionary of Greek

  • 128συνένζυμο — το, Ν (βιοχ.) α) το διαλυτό, μη πρωτεϊνικό τμήμα ενός ενζύμου, το οποίο είναι απαραίτητο για την καταλυτική δραστηριότητα τών ενζύμων β) φρ. «συνένζυμο Α» ουσία πολύπλοκης σύστασης ενζυματικής φύσεως, που απαντά σε όλα σχεδόν τα ζωντανά κύτταρα,… …

    Dictionary of Greek