είναι απαραίτητο

  • 111εκκλησιαστικό όργανο — Μουσικό όργανο με πλήκτρα, εφοδιασμένο με ειδικούς αυλούς για την παραγωγή του ήχου και με φυσερά, που εξασφαλίζουν την πίεση του αέρα. Τα φυσερά παλαιότερα ήταν χειροκίνητα, αλλά πλέον λειτουργούν με ηλεκτρισμό. Η ιστορία του ε.ο. είναι… …

    Dictionary of Greek

  • 112αναφυλαξία — Η υπερβολική ευαισθησία του οργανισμού σε ουσίες πρωτεϊνικής φύσης, μη τοξικές. Τον όρο α. χρησιμοποίησε πρώτος ο Σαρλ Ρομπέρ Ρισέ, το 1902. Η α. εκδηλώνεται κλινικά μόνο στην περίπτωση που μια τέτοια ουσία εισάγεται για δεύτερη φορά στον… …

    Dictionary of Greek

  • 113μεθειονίνη — Αμινοξύ που περιέχει θείο και το οποίο συμμετέχει σε πολλές λειτουργίες του σώματος. Η χημική του ονομασία είναι 2 αμινο 4 μεθυλοθειοβουτυρικό οξύ. Η μ. ανήκει στα απαραίτητα αμινοξέα, που σημαίνει ότι δεν μπορεί να συντεθεί από τον οργανισμό,… …

    Dictionary of Greek

  • 114παράβολος — η, ο / παράβολος και ποιητ. τ. παραίβολος, ον, δωρ. τ. ουδ. πάρβολον, ΝΑ 1. (για πρόσ.) αυτός που εκθέτει τον εαυτό του σε κίνδυνο, παράτολμος, ριψοκίνδυνος, απερίσκεπτος 2. (για πράγμα ή πράξη) επικίνδυνος, επισφαλής (α. παράβολη επιχείρηση» β.… …

    Dictionary of Greek

  • 115πιεζομετρία — Η μελέτη της συμπεριφοράς των στερεών και των υγρών όταν υποβάλλονται σε πίεση. Είναι απαραίτητο να σημειωθεί ότι τόσο στα στερεά όσο και στα υγρά, η συστολή, που προκαλείται με τη συμπίεση, είναι τόσο μικρή ώστε σε πολλές πρακτικές εφαρμογές… …

    Dictionary of Greek

  • 116στημόνι — το / στημόνιον, ΝΑ [στήμων, ονος] νεοελλ. 1.(υφαντ.) το κατά μήκος τού αργαλειού εκτεινόμενο νήμα που διαπλέκεται με το υφάδι για τη δημιουργία τού υφάσματος, ο στήμονας 2. φρ. α) «πού φάδια, πού στημόνια» δηλώνει ότι δεν μπορεί να συγκριθούν δύο …

    Dictionary of Greek

  • 117αερόβιοι οργανισμοί — Οργανισμοί που δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς οξυγόνο. Το οξυγόνο τούς είναι απαραίτητο για την οξείδωση των θρεπτικών ουσιών. Χάρη στη διαδικασία αυτή κερδίζουν την απαραίτητη για τη ζωή ενέργεια. Τα περισσότερα ζώακαι φυτά είναι α.ο …

    Dictionary of Greek

  • 118Ευχαριστία, Θεία — Ένα από τα επτά θεία μυστήρια, το οποίο τελείται σε ανάμνηση του Μυστικού Δείπνου. Ονομάζεται επίσης και μετάληψη των αχράντων μυστηρίων ή θεία κοινωνία. Το μυστήριο της Θ.Ε. συστήθηκε από τον ίδιο τον Ιησού Χριστό κατά το τελευταίο δείπνο με… …

    Dictionary of Greek

  • 119ηχοκαρδιογραφία — Εξέταση που χρησιμοποιεί τους υπερήχους (συχνότητας μεγαλύτερης των 20 kHz που δεν γίνονται αντιληπτοί από τον άνθρωπο), οι οποίοι επιτρέπουν στον γιατρό να σχηματίζει εικόνα της εσωτερικής δομής της καρδιάς και των κινήσεών της. Ένα εξάρτημα που …

    Dictionary of Greek

  • 120Θυσανόποδα — (thysanopoda). Αρθρόποδα καρκινοειδή θαλάσσια ζώα, που έχουν χάσει την ικανότητα να κολυμπούν και ζουν προσκολλημένα σε σκληρές επιφάνειες (βράχους, αποβάθρες, όστρακα κλπ.). Τα πόδια τους καταλήγουν σε νήματα που ονομάζονται θύσανοι, τα οποία… …

    Dictionary of Greek