δῦ δὲ χιτῶν'
41TUNICA — undecumque dicta sit, (malumus enim id kignorare, quam cum Grammaticis ineptire) Graecis χιτών dicitur. vestimentum videlicet interius, cui toga aut pallium aut alia superiot vestis iniceretur: idque tam vitile, quam muliebre. Proprie tamen… …
42εχε- — (ΑΜ ἐχε ). [ΕΤΥΜΟΛ. Τα σύνθ. με α συνθετικό εχε ανήκουν στη γενικότερη κατηγορία τών συνθέτων με ρηματικό θ. ενεστ. ή αορ. ως α συνθετικό, παρ όλο που αναπτύχθηκαν πολλές απόψεις για την ερμηνεία τού σχηματισμού τους πρβλ. αρχέ κακος, εχέ θυμος,… …
43κιθών — κιθών, ῶνος, ὁ (Α) ιων. τ. τού χιτών*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιτών με μετάθεση της δασύτητας] …
44κιτών — κιτών, ῶνος, ὁ (Α) δωρ. τ. τού χιτών*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιτών με απώλεια τής δασύτητας] …
45ξανθοχίτων — ξανθοχίτων, ωνος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει ξανθό εξωτερικό περίβλημα, ξανθό φλοιό, ξανθό χιτώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + χιτών (πρβλ. λευκο χίτων)] …
46οινοχίτων — οἰνοχίτων, ωνος, ὁ ἡ (Α) καλυμμένος, σκεπασμένος με κλαδιά αμπέλου («οἰνοχίτωνος ἐλαίας», Καλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + χιτών, ῶνος (πρβλ. σιδηρο χίτων)] …
47σαρκοχίτων — ονος, ὁ, Μ (ως προσωνυμία τού Άρεως) αυτός που δίνει την εντύπωση ότι φορεί χιτώνα από σάρκες, που περιβάλλεται από σάρκες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + χιτών (πρβλ. αστρο χίτων)] …
48τετραχίτων — ωνος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει τέσσερεις χιτώνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + χιτών (πρβλ. δι χίτων)] …
49χιτωνάριον — τὸ, Α υποκορ. τ. τού χιτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιτών + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. θηκ άριον)] …
50χιτώνιο — το / χιτώνιον, ΝΜΑ [χιτών] (στην αρχαιότητα) (ως υποκορ. τ. τού χιτών) κοντός χιτώνας νεοελλ. 1. στρ. το στρατιωτικό αμπέχονο 2. (μυκητ.) γένος βασιδιομυκήτων 3. φρ. «χιτώνιο πυροβόλου» στρ. πρόσθετος κυλινδρικός σωλήνας με τον οποίο περιβάλλεται …