δῦ δὲ χιτῶν'

  • 21οιοχίτων — (I) οἰοχίτων, ὁ, ἡ (Α) αυτός που φορά έναν χιτώνα, ο ελαφρά ντυμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + χιτών (πρβλ. μονο χίτων)]. (II) οἰοχίτων, ὁ, ἡ (Α) αυτός που φορά χιτώνα από δέρμα ή μαλλί προβάτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄις / οἶς, οἰός «πρόβατο» +… …

    Dictionary of Greek

  • 22χαλκοχίτων — ωνος, ὁ, ἡ, Α αυτός που φορεί χάλκινη στολή («Τρώων... χαλκοχιτώνων», Ομ. Ιλ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + χίτων (< χιτών), πρβλ. σιδηρο χίτων, χρυσο χίτων] …

    Dictionary of Greek

  • 23VESTIS — primi hominis innocentia fuit, cui postquam iniquitas successit, vidit se nudum esse, et consutis foliis fecit sibi subligacula, Genes. c. 3. v. 7. ut sic membris minime honestis honorem circumponeret, prout loquitur Paulus 1. Corinth. c. 12. v.… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 24κυανοχίτων — κυανοχίτων, ωνος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που φορά χιτώνα κυανού χρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυανός + χιτών (πρβλ. κισσο χίτων, τοξο χίτων)] …

    Dictionary of Greek

  • 25μονοχίτων — μονοχίτων, ό, ἡ (ΑΜ) αυτός που φορά μόνο τον χιτώνα («ὁ δ ἐφιάλτης... καθίζει μονοχίτων ἐπὶ τὸν βωμόν», Αριστοτ.) (μνσ.) φρ. «μονοχίτων βίος» ο βίος τον οποίο διάγει κάποιος φορώντας συνεχώς έναν χιτώνα αρχ. (για φλέβα) αυτός που έχει ένα μόνο… …

    Dictionary of Greek

  • 26νεβροχίτων — νεβροχίτων, ωνος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που φορεί νεβρίδα, δέρμα νεβρού. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεβρός «ελαφάκι» + χιτών (πρβλ. λινο χίτων, προβατο χίτων)] …

    Dictionary of Greek

  • 27πολυχίτων — ωνος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει πολλούς χιτώνες, πολλές στιβάδες, πολλά περικαλύμματα (α. «πολυχίτωνες ὀφθαλμοί», Ιππ. β. «σπέρματα πολυχίτωνα», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + χίτων (< χιτών, ῶνος), πρβλ. μονο χίτων] …

    Dictionary of Greek

  • 28ρυπαροχίτων — ωνος, ὁ, Μ αυτός που φορεί λερωμένο, βρόμικο χιτώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥυπαρός + χίτων (< χιτών), πρβλ. χαλκο χίτων] …

    Dictionary of Greek

  • 29ρυσοχίτων — ωνος, ὁ, ἡ, Α (για φυτό) αυτός που έχει ζαρωμένο, ρυτιδωμένο φλοιό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥυσός «ζαρωμένος, ρυτιδωμένος» + χίτων (< χιτών, ῶνος), πρβλ. χρυσο χίτων] …

    Dictionary of Greek

  • 30σιδηροχίτων — ωνος, ὁ, ἡ, ΜΑ αυτός που φοράει σιδερένιο χιτώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + χίτων (< χιτών, ῶνος), πρβλ. χαλκο χίτων] …

    Dictionary of Greek