δῦ δὲ χιτῶν'

  • 121αλουργής — ἁλουργής, ές και σπάνια ἁλουργός, όν και ἁλουρνοῦς, οῦν (Α) ο βαμμένος με θαλάσσια πορφύρα, αυτός που έχει γνήσιο πορφυρό, άλικο χρώμα (και δεν απομιμείται το χρώμα τής πορφύρας) «στρώμαθ’ ἁλουργῆ», «ἁλουργὰ ἔρια», «ἁλουργός χιτών». [ΕΤΥΜΟΛ. < …

    Dictionary of Greek

  • 122αμιτροχίτωνες — ἀμιτροχίτωνες, οι (Α) (ως επίθ. τών Λυκίων πολεμιστών) αυτοί που φορούν χιτώνα δίχως μίτρα, δηλ. δίχως ζώνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμιτρος + χιτών] …

    Dictionary of Greek

  • 123αμφιμάσχαλος — Αρχαίο ένδυμα των Αθηναίων. Ήταν είδος χιτώνα, κλειστός και από τις δύο πλευρές, που κάλυπτε τους ώμους και το πάνω μέρος των χεριών. Αργότερα κάλυπτε και τα χέρια μέχρι τους αγκώνες. Για τον λόγο αυτό ονομάστηκε χιτών χειριδωτός. Διέφερε από τον …

    Dictionary of Greek

  • 124αστραγάλειος — ἀστραγάλειος, ον (Α) αυτός που φθάνει μέχρι τον αστράγαλο («χιτὼν ἀστραγάλειος») …

    Dictionary of Greek

  • 125αστραγαλωτός — ἀστραγαλωτός, ή, όν (Α) 1. «ἀστραγαλωτὴ μάστιξ», ή «ἀστραγαλωτὴ ἱμάς» μαστίγιο στο οποίο έχουν προσδεθεί αστράγαλοι, κότσια 2. ονομασία φυτού 3. «αστραγαλωτή στυπτηρία» είδος στύψης (Γαληνός) 4. «ἀστραγαλωτός χιτών» αυτός που φθάνει μέχρι τους… …

    Dictionary of Greek

  • 126βαίτη — βαίτη, η (Α) 1. δερμάτινος επενδύτης βοσκών ή χωρικών 2. κατάλυμα, σκηνή από δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η υπόθεση, θρακικής προελεύσεως, είναι αμφίβολη. Υποστηρίχθηκε εξάλλου ότι συνδέεται με αρχ. ινδ. jīna «δερμάτινος σάκκος» και ότι το… …

    Dictionary of Greek

  • 127γαρίφαλο — και γαρύφαλο και γαρούφαλο, το Ι. 1. το άνθος τής γαριφαλιάς 2. φρ. α) «το γαρίφαλο σέ μάρανε» για κακοντυμένο με γαρίφαλο στο πέτο β) «ο μόσχος, το γαρίφαλο και το μακεδονίσι» II. 1. ο αποξηραμένος κάλυκας τού άνθους τού τροπικού φυτού… …

    Dictionary of Greek

  • 128δαρτός — ή, ό (AM δαρτός, ή, όν) νεοελλ. 1. δαρμένος, ξυλοκοπημένος 2. (για τη βροχή) ραγδαία («πιάνει μια δαρτή βροχή, νεροποντή σωστή») 3. (για το γάλα, τα αβγά κ.λπ.) όποιος έχει υποστεί έντονη ανατάραξη κατά την επεξεργασία του («δαρτό γάλα») μσν. φρ …

    Dictionary of Greek