δῐκᾶν
1Δικᾶν — Δίκη custom fem gen pl (doric aeolic) …
2δικᾶν — δίκη custom fem gen pl (doric aeolic) δικάζω Bis Acc. fut part act masc voc sg (doric aeolic) δικάζω Bis Acc. fut part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) δικάζω Bis Acc. fut part act masc nom sg (doric aeolic) δικάζω Bis Acc. fut inf act …
3Δίκαν — Δίκᾱν , Δίκη custom fem acc sg (doric aeolic) …
4δίκαν — δίκᾱν , δίκη custom fem acc sg (doric aeolic) …
5ωφέλεια — η / ὠφέλεια, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. ὠφελία, και ιων. τ. ὠφελίη, Α [ὠφελώ] όφελος, κέρδος, απολαβή, χρησιμότητα, συμφέρον (α. «δεν υπάρχει καμιά ωφέλεια σε αυτό που κάνεις» β. «τὴν... κοινὴν ὠφελίαν... φυλάξαι», Θουκ.) αρχ. 1. (ιδίως σχετικά με… …
6αδικώ — (Α ἀδικῶ έω) 1. ενεργ. είμαι άδικος, διαπράττω αδικία σε βάρος κάποιου, τόν βλάπτω 2. παθ. υφίσταμαι αδικία ή μείωση αρχ. 1. (δικαν.) παρανομώ 2. (για παιχνίδια ή αγώνες) παίζω αντικανονικά 3. αποπλανώ, διαφθείρω 4. καταστρέφω 5. βλάπτω την υγεία …
7αειλογία — ἀειλογία, η (Α) [*ἀειλόγος] 1. ακατάπαυστη ομιλία, πολυλογία 2. (ως αττ. δικαν. όρος) πρόταση στο δικαστήριο να παρακολουθείται συνεχώς η διαγωγή κάποιου, να τεθεί «υπό παρακολούθησιν» («τὸ ἀεὶ λόγον καὶ εὐθύνας ὑπέχειν»), συνεχής παρακολούθηση… …
8αικία — αἰκία, η (Α) 1. προσβλητική διαγωγή, απρεπής συμπεριφορά, προσβολή, εξύβριση 2. άπρεπη μεταχείριση, σωματική κάκωση 3. στον πληθ. αἱ αἰκίαι βασανιστήρια 4. (ως δικαν. όρ.) άδικη επίθεση, βιαιοπραγία στη φρ. «αἰκίας δίκη», ιδιωτική καταγγελία για… …
9αλίσκομαι — ἁλίσκομαι (Α) ελλειπτικό παθητικό ρήμα που έχει ως ενεργητικό το αἱρῶ* (το ἁλίσκω μόνο στην παροιμία «ἐλέφας μῦν οὐχ ἁλίσκει») 1. (για πρόσωπα, τόπους, πράγματα) κυριεύομαι, συλλαμβάνομαι, αιχμαλωτίζομαι, πέφτω στα χέρια τού εχθρού 2. (για ζώα)… …
10ανάγω — (Α ἀνάγω) 1. οδηγώ προς τα επάνω, υψώνω, ανυψώνω, ανεβάζω 2. λέγω ή υποστηρίζω πού οφείλεται κάτι, τό φέρνω πίσω στην αρχή ή την αιτία τού, αποδίδω, αναφέρω νεοελλ. 1. αναφέρω, αποδίδω χρονικά 2. μεσ. ανήκω χρονικά 3. μετασχηματίζω, μετατρέπω… …