1δύστανος — δύστᾱνος , δύστηνος wretched masc/fem nom sg (doric) …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
2δύστηνος — η, ο (Α δύστηνος, ον και δωρ. δύστανος, ον) (για πρόσ.) άθλιος, άτυχος, ταλαίπωρος αρχ. 1. (για πράξη, πάθημα, κατάσταση κ.λπ.) ελεεινός 2. (με ηθική σημασία) άθλιος, χαμένος …
Dictionary of Greek