δύρομαι

  • 1δύρομαι — δύ̱ρομαι , ὀδύρομαι lament aor subj mid 1st sg (epic) δύ̱ρομαι , ὀδύρομαι lament pres ind mp 1st sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2οδύρομαι — (ΑΜ ὀδύρομαι και, για μετρικούς λόγους, δύρομαι) κλαίω γοερά, θρηνώ απαρηγόρητα, ολοφύρομαι, ολολύζω μσν. αρχ. πενθώ («ἵνα μηκέτ ὀδυρομένη κατὰ θυμὸν αἰῶνα φθινύθω», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὀδύρομαι (< *ὀδυρjομαι) ανάγεται πιθ. στην ρίζα *ed… …

    Dictionary of Greek