δόξασμα
1δόξασμα — opinion neut nom/voc/acc sg …
2δόξασμα — το (AM δόξασμα) 1. δοξασία 2. έπαινος, εγκώμιο αρχ. 1. φαντασία 2. δόξα …
3δόξασμα — το το να αποκτήσει κανείς δόξα, ο έπαινος, η τιμή, η αίγλη: Κι είναι δικό σου δόξασμα, δικός σου πλούτος είναι (Σολωμός) …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4δοξασμάτων — δόξασμα opinion neut gen pl …
5δοξάσμασι — δόξασμα opinion neut dat pl …
6δοξάσμασιν — δόξασμα opinion neut dat pl …
7δοξάσματα — δόξασμα opinion neut nom/voc/acc pl …
8δοξάσματι — δόξασμα opinion neut dat sg …
9δοξάσματος — δόξασμα opinion neut gen sg …
10ՓԱՌԱՒՈՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0935 Chronological Sequence: Early classical, 10c, 11c, 12c, 14c գ. δόξασμα, δόξα, ἕνδοξον, κλέος, εὑκλεία, εὑημερία glorificatio, decus եւն. Փառաւորիլն, եւ ելն. մեծարանք. պատիւ. շուք. պարծանք. փառք. իրք պանծալիք. վայելութիւն, հանդէս.… …