δί-στολος
1στόλος — equipment masc nom sg …
2στόλος — Το σύνολο των πολεμικών πλοίων ενός κράτους, καθώς και το σύνολο των εμπορικών πλοίων μιας χώρας ή μιας εφοπλιστικής εταιρείας. Όσον αφορά τις πολεμικές μονάδες, ο ίδιος όρος μπορεί επίσης να δείχνει μέρη μόνο του συνόλου των πολεμικών πλοίων… …
3στόλος — ο 1. σύνολο πολεμικών πλοίων: Απέπλευσε ο στόλος. 2. «εμπορικός στόλος», το σύνολο των εμπορικών πλοίων …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4στόλοι — στόλος equipment masc nom/voc pl …
5στόλοιν — στόλος equipment masc gen/dat dual …
6στόλοις — στόλος equipment masc dat pl …
7στόλον — στόλος equipment masc acc sg …
8στόλου — στόλος equipment masc gen sg …
9στόλους — στόλος equipment masc acc pl …
10στόλων — στόλος equipment masc gen pl …