δί-πλεθρος

  • 1πεντάπλεθρος — η, ο / πεντάπλεθρος, ον, ΝΑ αυτός που έχει έκταση ίση με πέντε πλέθρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + πλέθρον (πρβλ. δί πλεθρος, εξά πλεθρος)] …

    Dictionary of Greek

  • 2πολύπλεθρος — και πολυπέλεθρος, ον, Α 1. αυτός που έχει έκταση πολλών πλέθρων, ο πολύ εκτεταμένος («πολυπλέθρους γύας», Ευρ.) 2. (για πρόσ.) ιδιοκτήτης πολλών πλέθρων, μεγαλοκτηματίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πλεθρος / πέλεθρος (< πλέθρον / πέλεθρον), πρβλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 3μυριόπλεθρος — μυριόπλεθρος, ον (Α) αυτός που έχει έκταση μυρίων πλέθρων, ο μεγάλης έκτασης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + πλεθρος (< πλέθρον)] …

    Dictionary of Greek

  • 4πεντηκοντάπλεθρος — και ποιητ. τ. πεντηκονταπέλεθρος, ον, Μ αυτός που έχει έκταση ίση με πενήντα πλέθρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + πλέθρον (πρβλ. δεκά πλεθρος)] …

    Dictionary of Greek

  • 5τετράπλεθρος — ον, Α αυτός που έχει έκταση τεσσάρων πλέθρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + πλέθρον (πρβλ. ἑξά πλεθρος)] …

    Dictionary of Greek