δί-κροσσος
1κροσσός — ο (Α κροσσός) κρόσσι νεοελλ. 1. συν. στον πληθ. οι κροσσοί μικροσκοπικά διεγέρσιμα και συσταλτά νημάτια που φέρουν κύτταρα τού επιθηλίου τών αναπνευστικών οδών και άλλων ιστών τού σώματος τών σπονδυλοζώων στην επιφάνειά τους η οποία βρίσκεται σε… …
2πολύκροσσος — ον, Μ αυτός που έχει πολλά κρόσσια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κροσσος (< κροσσοί «κρόσσια»), πρβλ. δί κροσσος] …
3Sarcopterygii — Temporal range: Late Silurian–Recent, 418–0 Ma …
4тресна — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (греч. κόσυμβος, κρόσσος, στρεπτόν) тесьма золотая или… …
5δάφνι — Μοναστήρι χτισμένο δίπλα στην αρχαία Ιερά Οδό που οδηγούσε στην Ελευσίνα, περίφημο για την εκκλησία με τα ψηφιδωτά της. Από το παλαιοχριστιανικό μοναστήρι, που είχε επιβλητικές διαστάσεις, σώζεται ένα μέρος του περιβόλου, τα θεμέλια των δύο… …
6θύσανος — Σύνολο νημάτων που έχουν ίσο μέγεθος και δένονται σφιχτά από τη μία πλευρά, ενώ από την άλλη αφήνονται ελεύθερα· η φούντα. (Βοτ.) Κυματώδης ταξιανθία. Εμφανίζεται, όταν από τον κύριο μονανθικό άξονα (κλάδο) φυτρώνουν, από αριστερά και δεξιά,… …
7κρόσσι — το (Α κροσσίον, Μ κρόσσι) θυσανωτή δέσμη νημάτων που εξέχει στις άκρες ορισμένων υφασμάτων («τα κρόσσια τού χαλιού») νεοελλ. το λειρί τού κόκορα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κροσσίον < κροσσός + υποκορ. κατάλ. ίον. Ο τ. κρόσσι με αποκοπή τού ον και… …
8περίθλαση — Φυσικό φαινόμενο που οφείλεται στην απόκλιση ενός κύματος από την ευθύγραμμη διάδοση και παρατηρείται όταν το κύμα αυτό διέρχεται μέσω οπών ή προσκρούει σε εμπόδια, οι διαστάσεις των οποίων είναι της τάξης του μήκους του κύματος. Η π. συναντάται… …
9πρόκροσσος — ον, Α συν. στον πληθ. πρόκροσσοι, αι, α, και πρόκροσσοι, α 1. (ιδίως για πλοία) αυτοί που είναι παρατεταγμένοι κατά κανονικά διαστήματα, σε σειρές (α. «πρόκροσσαι ἐς πόντον ἐπί ὀκτώ» παρατεταγμένα [τα πλοία] με τις πρώρες προς το πέλαγος σε βάθος …
10σίλυβο — το / σίλυβον, ΝΑ, και σίλλυβον Α λόγια ονομασία αγκαθωτού φυτού, κν. γνωστού σήμερα ως γαϊδουράγκαθο αρχ. στον πληθ. τὰ σίλλυβα (κατά τον Ησύχ. και τον Πολυδ.) διακοσμημένες παρυφές ενδυμάτων ή άθροισμα ισομεγέθων νημάτων που δένονται μαζί σφιχτά …
- 1
- 2