1δίτυλος — η, ο (Α δίτυλος, ον) (για την καμήλα) αυτός που έχει δύο τύλους, ύβους …
Dictionary of Greek
2διτύλων — δίτυλος with two humps masc/fem/neut gen pl …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
3δίυβος — ο ο δίτυλος* …
Dictionary of Greek