δίπαις
1δίπαις — δίπαις, ο, η (Α) 1. αυτός που έχει δύο παιδιά 2. «δίπαις θρήνος» θρήνος που άδεται από τα δύο παιδιά τού νεκρού …
2δίπαις — with two children masc/fem nom sg …
3δίπαιδα — δίπαις with two children masc/fem acc sg …
4δίπαιδας — δίπαις with two children masc/fem acc pl …
5δίπαιδος — δίπαις with two children masc/fem gen sg …
6παις — ο, η (ΑΜ παῑς, παιδός, Α και παῑς και πάϊς) 1. ανήλικος άνθρωπος, παιδί 2. γόνος, τέκνο, αγόρι ή κορίτσι («γενομένων δὲ παίδων ἀρρένων καὶ θηλειῶν», Πλάτ.) αρχ. 1. νεαρός, νεανίας («ὣς τε γὰρ ἦ παῑδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) 2. δούλος …