δίνῳ
1δίνω — thresh out on the pres subj act 1st sg δίνω thresh out on the pres ind act 1st sg δί̱νω , δῖνος whirling masc nom/voc/acc dual δί̱νω , δῖνος whirling masc gen sg (doric aeolic) δινόω turn with a lathe pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) δινόω… …
2δίνω — δίνω, έδωσα βλ. πίν. 131 …
3δίνω — (I) και δίδω και δώνω (AM δίδωμι και δίδω) Ι. 1. δίνω στο χέρι κάτι, εγχειρίζω 2. χαρίζω, παρέχω («τού δώσε δέκα λίρες», «για τούτο είδεν ο Θεός τον περισσόν του πόνον και ήδωκεν στη ρήγισσα και πάλιν άλλον γόνον») 3. κληροδοτώ («τού δώσε τ… …
4δινώ — (I) δινῶ ( έω) (Α) βλ. δινεύω. (II) δινῶ ( όω) (Μ) [δίνος] στρογγυλεύω κάτι με τόρνο …
5δίνω — έδωσα, δόθηκα, δοσμένος 1. παραχωρώ σε άλλον, εκχωρώ, χαρίζω: Μου έδωσε ένα υπέροχο βιβλίο. 2. πληρώνω: Δίνει αρκετά στους εργαζόμενους; 3. παντρεύω: Ο πατέρας της την έδωσε με το ζόρι. 4. πουλώ: Δίνω το αυτοκίνητό μου, για να αγοράσω καινούριο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
6δινῶ — δινάζω fut ind act 1st sg (attic epic ionic) δινέω whirl pres subj act 1st sg (attic epic doric) δινέω whirl pres ind act 1st sg (attic epic doric) δῑνῶ , δινεύω whirl pres subj act 1st sg (attic epic doric) δῑνῶ , δινεύω whirl pres ind act 1st …
7δινῷ — δινάζω fut opt act 3rd sg …
8Δίνω — Δί̱νω , δῖνος whirling masc nom/voc/acc dual Δί̱νω , δῖνος whirling masc gen sg (doric aeolic) …
9Δίνῳ — Δί̱νῳ , δῖνος whirling masc dat sg …
10δίνῳ — δί̱νῳ , δῖνος whirling masc dat sg …