δίνῳ
21ενθαρρύνω — δίνω θάρρος, εμψυχώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < εν + θαρρύνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικό Νομοτεχνικό Λεξικό] …
22νοματίζω — δίνω όνομα σε κάποιον ή αναφέρω ή καλώ κάποιον με το ονομά του, ονοματίζω, ονομάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ονοματίζω, με σίγηση τού αρκτικού άτονου ο ] …
23παρέχω — δίνω, χορηγώ, παράγω, γεννώ, προξενώ, προμηθεύω: Το κράτος πρέπει να παρέχει τις ίδιες ευκαιρίες ανάπτυξης σ όλους. – Τούτο το κτήμα σου παρέχει όλα τ αγαθά …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
24στυφίζω — δίνω ή έχω γεύση στυφή: Τα κυδώνια μού στύφισαν το στόμα. – Το κρασί αυτό στυφίζει …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
25δινομένην — δίνω thresh out on the pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) …
26δινομένους — δίνω thresh out on the pres part mp masc acc pl …
27δινέμεν — δίνω thresh out on the pres inf act (epic) …
28δίνεαι — δίνω thresh out on the pres ind mp 2nd sg (epic ionic) δινέω whirl pres ind mp 2nd sg (epic ionic) δί̱νεαι , δινεύω whirl pres ind mp 2nd sg (epic ionic) …
29δίνειν — δίνω thresh out on the pres inf act (attic epic) …
30δίνεται — δίνω thresh out on the pres ind mp 3rd sg …