δίζημαι

  • 31δίζηση — η (Α δίζησις) [δίζημαι] νεοελλ. «διζήσεως ευεργέτημα» το δικαίωμα τού εγγυητή να αρνηθεί την καταβολή οφειλής μέχρις ότου ο δανειστής προβεί σε αναγκαστική εκτέλεση εναντίον τού πρωτοφειλέτη αρχ. έρευνα, ανάκριση, εξέταση …

    Dictionary of Greek

  • 32επιδίζημαι — ἐπιδίζημαι (Α) 1. εξετάζω, ζητώ να πληροφορηθώ («ἐπιδίζηται δὲ δὴ τὸ ἐντεῡθεν ἡμῑν ὁ λόγος τόν τε Κῡρον», Ηρόδ.) 2. απαιτώ, ζητώ επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δίζημαι «ψάχνω, ερευνώ»] …

    Dictionary of Greek

  • 33ζήλος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Πάλλαντα και κόρης του Ωκεανού, αδελφός της Νίκης, του Κράτους και της Βίας. Ήταν προσωποποίηση της φιλεργίας. Μαζί με τους αδελφούς του, καθόταν πάντα κοντά στον Δία. * * * (I) ο (AM ζῆλος, ὁ και ζῆλος, τό, Α… …

    Dictionary of Greek

  • 34ζημιά — (Νομ.). Κάθε μείωση στην περιουσία ή προσβολή σε άυλα αγαθά (ζωή, σωματική ακεραιότητα, υγεία, τιμή κλπ.) που μπορεί να υποστεί ένα άτομο. Η ζ. μπορεί να είναι άμεση συνέπεια ενός γεγονότος, αλλά μπορεί να είναι και έμμεση, δηλαδή ένα γεγονός… …

    Dictionary of Greek

  • 35ζητρός — ζητρός, ὁ (Α) ο δήμιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Τα ζητήρ (επίθετο τού Διός στην Κύπρο), ζήτωρ, ζητρός που απαντούν σε γλώσσες τού Ησυχίου προέρχονται πιθ. από θ. ζᾱ, ζη (πρβλ. δίζημαι «επιζητώ, προσπαθώ, επιδιώκω»). Το ουσ. ζητρός σχηματίζεται περαιτέρω με το… …

    Dictionary of Greek

  • 36διζησόμεθ' — διζησόμεθα , δίζημαι seek out fut ind mid 1st pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 37διζάσατο — διζά̱σατο , δίζημαι seek out aor ind mid 3rd sg (epic doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 38διζήσηι — διζήσῃ , δίζημαι seek out fut ind mid 2nd sg δίζησις inquiry fem dat sg (epic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 39dei̯ǝ-2 (di̯ā-, di̯ǝ-, dī-) —     dei̯ǝ 2 (di̯ā , di̯ǝ , dī )     English meaning: to swing, move     Deutsche Übersetzung: ‘sich schwingen, herumwirbeln (Balt and partly griech.); eilen, nacheilen, streben”     Material: O.Ind. dī yati “flies, hovers”; Gk. δῖνος m. “whirl,… …

    Proto-Indo-European etymological dictionary