δίδυμος
41δίδυμαι — δίδυμος double fem nom/voc pl …
42Δίδυμε — Δίδυμος double masc voc sg …
43Δίδυμοι — Δίδυμος double masc nom/voc pl …
44Δίδυμον — Δίδυμος double masc acc sg …
45ДИДИМ — (Δίδυμος), греч. грамматик, род. в 63 до Р. X. в Александрии; написал, кроме многих сочинений не музыкального содержания, трактат о гармонике, от которого до нас дошли только выдержки у Порфирия и Птолемея. Д. след. образом делил тетрахорды: Срв …
46διδυμία — Όρος που χρησιμοποιείται στην κρυσταλλογραφία και αναφέρεται στη σύμφυση δύο κρυστάλλων του ίδιου σώματος, η οποία γίνεται σύμφωνα με ορισμένους κανόνες, χαρακτηριστικούς για κάθε κρυσταλλικό σύστημα. Οι δύο αυτοί κρύσταλλοι ονομάζονται δίδυμοι.… …
47σχολιαστής — Εκείνος που ερμηνεύει, που εξηγεί κάτι. Εκείνος που σχολιάζει ή υπομνηματίζει κείμενα. Οι σ. είναι βασικά δημιούργημα των αλεξανδρινών χρόνων. Από τα σχόλιά τους σε αρχαία κείμενα σώθηκαν τα παρακάτω, σε χρονική σειρά. 1. Στον Όμηρο. Σχολιαστές… …
48δίδυμ' — δίδυμα , δίδυμος double neut nom/voc/acc pl δίδυμα , δίδυμος double neut nom/voc/acc pl δίδυμε , δίδυμος double masc voc sg δίδυμε , δίδυμος double masc/fem voc sg δίδυμαι , δίδυμος double fem nom/voc pl …
49List of chemical element name etymologies — This is the list of etymologies for all chemical element names: Name Symbol Language of origin Word of origin Meaning Symbol origin Description Actinium Ac Greek ἀκτίς (aktis) beam Greek aktinos ἀκτίς, ἀκτῖνος (aktis; aktinos), meaning beam (ray) …
50διδυμάων — ( ονος), ο, η (Α) 1. δίδυμος 2. στον πληθ. διδυμάονες δύο. [ΕΤΥΜΟΛ. < δίδυμος + (επίθημα) αων (πρβλ. οπάων «σύντροφος»). Η δοτική πληθυντικού διδυμάοσι και η ονομαστική τού δυϊκού διδυμάονε μαρτυρούνται ήδη από τον Όμηρο, ενώ ο Νόννος… …