δίδυμος
121PRAMNIUM — mons vel scopulus in insul. Icaro, unde Pramnium vinum cognominatum est, quod quidam quoque φαρμακίτην appeilant. Athen. l. 1. ex Eparchtde et Semo. De Vino pramnio sic, inter alia, Athenaeus scribit, l. 1. Εἶναι εν Ι᾿κάρῳφησὶ Σῆμος, Πράμνιον… …
122Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …
123Ποσειδών — I Θεός της ελληνικής μυθολογίας, γιος του Κρόνου και της Ρέας και αδελφός του Δία και του Άδη. Λέγεται, στα νεότερα χρόνια, και Ποσειδώνας. Σύμφωνα με έναν αρχαίο μύθο, κατά τη διανομή του κόσμου μεταξύ των γιων του Κρόνου, δόθηκε στον Π. η… …
124αδίδυμος — ἀδίδυμος, ον (Μ) [δίδυμος] αυτός που δεν έχει διδύμους (όρχεις) …
125αλληλαδέλφι — και ρφι, το [αλληλάδελφος] 1. ετεροθαλής αδελφός, μηλαδέρφι 2. δίδυμος αδελφός …
126αμφίδυμος — ἀμφίδυμος, ον (Α) 1. (για λιμάνι) αυτό που έχει δύο στόμια 2. διπλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + δυ (< δύο) + μος (πρβλ. δίδυμος, τρίδυμος)] …
127βιβλιολάθας — Αυτός που δεν γνωρίζει πλέον πόσα βιβλία έχει γράψει. Ως παράδειγμα β. αναφέρεται o Δίδυμος ο γραμματικός, συγγραφέας 3.500 βιβλίων, τους τίτλους των οποίων δεν μπορούσε να θυμηθεί. * * * βιβλιολάθας, ο (Α) αυτός που έγραψε τόσα βιβλία ώστε να τα …
128δίγονος — δίγονος, ον (Α) 1. (για τον Διόνυσο) αυτός που γεννήθηκε δύο φορές 2. διπλός, δίδυμος 3. δίτοκος 4. (για ιμάντα, λουρί) ο διπλάσιος σε μήκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι* + γονος < γίγνομαι] …