δίαιτα

  • 81αναγκόσιτος — ἀναγκόσιτος, ον (Α) 1. αυτός που τρώει σύμφωνα με ορισμένη ιατρική δίαιτα 2. (για παράσιτο) ο αναγκασμένος να τρώει οτιδήποτε βρίσκει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνάγκη + σῖτος] …

    Dictionary of Greek

  • 82ανδρεία — Συσσίτια αντρών στην αρχαία Κρήτη. Γίνονταν με σκοπό την κοινή δίαιτα για πλούσιους και φτωχούς. Κατά τη διάρκεια των α. συνήθιζαν να εξυμνούν τα χρηστά ήθη. Απαγορευόταν αυστηρά να μεθούν και όλοι έπιναν από κοινό κρατήρα. Κάθε πόλη είχε… …

    Dictionary of Greek

  • 83αντιδιαβητικός — ή, ό (για φάρμακο, δίαιτα, τροφές) αυτός που αποβλέπει στην καταπολέμηση του διαβήτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + διαβητικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία] …

    Dictionary of Greek

  • 84αρτηρία — Αιμοφόρο αγγείο που μεταφέρει το αίμα από την καρδιά στην περιφέρεια. Σύνθετη λέξη, παράγεται από τις αρχαίες λέξεις αήρ και τηρείν (= κρατώ τον αέρα). Η ονομασία αυτή οφείλεται στην πεποίθηση, που ήταν διαδεδομένη πριν από την ανακάλυψη της… …

    Dictionary of Greek

  • 85ατρεκής — ἀτρεκής, ές (Α) Ι. 1. πραγματικός, αληθινός 2. ασφαλής, σταθερός 3. (για πρόσωπα) δίκαιος, αυστηρός 4. (το ουδ.) το ἀτρεκές α) «ατρέκεια», αλήθεια, δικαιοσύνη 6) (ως επίρρ.) ακριβώς, στην πραγματικότητα II. επίρρ. ἀτρεκέως αληθινά, με ειλικρίνεια …

    Dictionary of Greek

  • 86γαλακτοδίαιτα — η δίαιτα κατά την οποία το γάλα χρησιμοποιείται ως αποκλειστική ή κύρια τροφή …

    Dictionary of Greek

  • 87γαλακτόρροια — Η αυτόματη εκροή γάλακτος από τους μαστούς της γυναίκας. Συχνά παρατηρείται μετά το τέλος του θηλασμού, κατά την περίοδο της γαλουχίας, οπότε το φαινόμενο θεωρείται φυσιολογικό, εάν η ποσότητά του είναι μικρή και η χρονική διάρκεια της εκροής… …

    Dictionary of Greek

  • 88γεωδίαιτος — η, ο (για ζώα) αυτός που ζει μέσα στο χώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γεω < γη + διαιτος < δίαιτα «ζωή, τρόπος ζωής, διαμονή, κατοικία» (πρβλ. αμμοδίαιτος, ομοδίαιτος κ.ά.)] …

    Dictionary of Greek

  • 89γεωφυσική — Η επιστήμη που μελετά τις φυσικές ιδιότητες της Γης. Είναι χωρίς αμφιβολία ένας από τους αρχαιότερους κλάδους των ανθρώπινων γνώσεων, γιατί τα φυσικά φαινόμενα πάντα προκαλούσαν ενδιαφέρον και δέος στον άνθρωπο. Παρ’ όλα αυτά, η γ. εξελίχθηκε… …

    Dictionary of Greek

  • 90γονίδιο — Διακεκριμένη κληρονομική μονάδα, διατεταγμένη σε γραμμική μορφή κατά μήκος των χρωμοσωμάτων, που καθορίζει τα χαρακτηριστικά ενός οργανισμού. Το καθένα από τα γ. είναι ο κληρονομικός παράγοντας, υπεύθυνος για κάποιο χαρακτηριστικό ή λειτουργία.… …

    Dictionary of Greek