δίαιτα

  • 61Диетотерапия — Рекламный плакат с логотипом фирмы «Жорж Борман» (начало XX века) Диетотерапия (греч …

    Википедия

  • 62Dieta — I (Del lat. diaeta < gr. diaita, régimen de vida.) ► sustantivo femenino 1 MEDICINA Régimen de alimentación, en particular el prescrito a un enfermo: ■ no puedo comer productos lácteos porque estoy a dieta. 2 coloquial Privación absoluta de… …

    Enciclopedia Universal

  • 63ZETA — quasi Diaeta, Plinius id indicat l. 2. Epist. 17. ubi cum aliquoties Diaetam memoret, monet Interpres ejus Joh. Catanaeus, alios libros Zetam habere, et sunt contractionis hujus exempla, praeter hymnum Eccl. apud alios permulta. Ita enim pro… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 64Τεχνοδίαιτος — ον, Α (ως προσωνυμία τού Ηφαίστου) αυτός που ζει στην τέχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέχνη + δίαιτος (< δίαιτα), πρβλ. ὑλο δίαιτος] …

    Dictionary of Greek

  • 65άοινος — Όρος που χρησιμοποιείται στην ιατρική για να χαρακτηρίσει π.χ. τη δίαιτα στην οποία απαγορεύεται κάθε είδος οινοπνεύματος. Επειδή η απαγόρευση αφορούσε κυρίως τον οίνο, ονομάστηκε ά. * * * ἄοινος, ον (Α) 1. ο χωρίς κρασί 2. φρ. «ἄοινοι χοαί»… …

    Dictionary of Greek

  • 66άσαρκος — (I) η, ο (AM ἄσαρκος, ον) 1. αυτός που δεν έχει πολλές σάρκες, ο ισχνός 2. εκείνος που δεν έχει σάρκες («ἄσαρκα ὀστᾱ» «ἄσαρκος τέττιξ») αρχ. 1. (για τροφή ή δίαιτα) όποιος δεν περιέχει κρέας 2. ο μη σαρκικός, ο πνευματικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ.… …

    Dictionary of Greek

  • 67έλος — Φυσικογεωγραφικός όρος που χαρακτηρίζει μία επίπεδη και αβαθή έκταση, καλυμμένη από νερό που λιμνάζει. Το έ. είναι πιο ευρύ από το τέλμα, έχει καλύτερη υδρολογική δίαιτα από κάθε άλλη συγκέντρωση νερού, ενώ μέσα σε αυτό δεν μεταφέρονται φυτικά… …

    Dictionary of Greek

  • 68έμφραγμα — Νέκρωση ενός ιστού που οφείλεται σε διακοπή ή ελάττωση της αρτηριακής αιμάτωσής του. Το αίτιο συνίσταται στην απόφραξη μιας αρτηρίας από θρόμβωση, εμβολή ή κοκκιωματώδη επεξεργασία των τοιχωμάτων της. Το έ. επέρχεται όταν η αρτηρία που έχει… …

    Dictionary of Greek

  • 69έρευνα — (Νομ.). Ανακριτική πράξη, η οποία κατά τον ΚΠΔ αποβλέπει στη βεβαίωση ενός κακουργήματος ή πλημμελήματος, στην ανακάλυψη των δραστών ή στη διαπίστωση και αποκατάσταση της ζημίας που προκάλεσε η διάπραξη ενός τέτοιου αδικήματος. Η έ. επιτρέπεται… …

    Dictionary of Greek

  • 70έτσι — (Μ ἔτσι και διαλεκτ. τ. ἔτσε, ἔτσου, ἔτις, ἴτις, ἴτσι, ἴτσου) επίρρ. 1. κατ αυτό τον τρόπο, τοιουτοτρόπως, με τον ίδιο τρόπο (α. «δεν έπρεπε να φερθείς έτσι» β. «έτσι θέλω κι έτσι κάνω» γ. «έτσι τ αποφάσισε τής ερωτιάς η κρίση», Ερωτόκρ.) 2. (για …

    Dictionary of Greek