δίαιτα

  • 41καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …

    Dictionary of Greek

  • 42μοχθηροδίαιτον — μοχθηροδίαιτον, τὸ (Μ) κακή διατροφή, κακή δίαιτα, κακός τρόπος ζωής. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. ενός αμάρτυρου *μοχθηροδίαιτος (< μοχθηρός + δίαιτα)] …

    Dictionary of Greek

  • 43ομοδίαιτα — ὁμοδίαιτα, ἡ (Μ) το να ζει κάποιος σε κοινό χώρο, συμβίωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + δίαιτα (πρβλ. αβρο δίαιτα)] …

    Dictionary of Greek

  • 44προδιαιτώ — άω, ΜΑ προετοιμάζω με δίαιτα («προδιαιτᾱν αὐτοὺς [τοὺς ἵππους] σίτῳ καὶ ὀρόβῳ πεφρυγμένῳ», Ιππιατρ.) αρχ. μέσ. προδιαιτῶμαι υποβάλλω εκ τών προτέρων μια υπόθεση, μια διαφορά, σε διαιτησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διαιτῶ «υποβάλλω σε δίαιτα, είμαι… …

    Dictionary of Greek

  • 45προτεσταντισμός — Όρος που χρησιμοποιείται ιδιαίτερα στις καθολικές χώρες, για να υποδηλώσει το σύνολο δογμάτων και όλες τις θρησκευτικές πίστεις, οι οποίες κατά άμεσο ή έμμεσο τρόπο προέρχονται από το κίνημα διαμαρτυρίας (protestatio = διαμαρτυρία) κατά της… …

    Dictionary of Greek

  • 46Άουγκσμπουργκ — (Augsburg). Πόλη (252.400 κάτ. το 2002) της Γερμανίας, στο ομόσπονδο κράτος της Βαυαρίας, πρωτεύουσα και κυριότερη πόλη της Σουηβίας. Χτισμένη στη συμβολή των ποταμών Βέρταχ και Λεχ, είναι σημαντικό κέντρο της μεταλλουργικής, υφαντουργικής και… …

    Dictionary of Greek

  • 47Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… …

    Dictionary of Greek

  • 48Έρικ — (Erik). Όνομα βασιλιάδων της Σκανδιναβίας. 1. Έ. οΑιματοβαμμένος πέλεκυς (895 – 954). Βασιλιάς της Νορβηγίας (933 935). Γιος του Αρόλδου, πήρε από αυτόν τον τίτλο του ανώτατου βασιλιά, προκαλώντας έτσι τη ζήλια των αδελφών του. Ο Έ. τους νίκησε… …

    Dictionary of Greek

  • 49Ηρόδικος — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Η. ο Σηλυβριανός (5ος αι. π.Χ.). Γιατρός, παιδοτρίβης και διαιτολόγος. Καταγόταν από τη Σηλυβρία της Θράκης, παλιά μεγαρική αποικία. Σύγχρονος του Ιπποκράτη, άσκησε το ιατρικό του επάγγελμα στα Μέγαρα …

    Dictionary of Greek

  • 50диета — книжное заимств. из франц. diète или лат. diaeta от греч. δίαιτα образ жизни ; см. Горяев, ЭС 439 …

    Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера