δίαιτα

  • 101εκλαμψία — Επικίνδυνο σύνδρομο που προσβάλλει τις γυναίκες κατά την κύηση, τον τοκετό ή τη λοχεία. Το 85% των περιπτώσεων παρατηρείται στις πρωτότοκες και κυρίως κατά τους τρεις τελευταίους μήνες της κύησης ή 48 ώρες έως έξι εβδομάδες μετά τον τοκετό. Ο… …

    Dictionary of Greek

  • 102εμετικός — ή, ό (AM ἐμετικός, ή, όν) αυτός που προκαλεί εμετό («εμετικό φάρμακο») νεοελλ. 1. αηδιαστικός 2. το ουδ. ως ουσ. το εμετικό φάρμακο που φέρνει εμετό αρχ. 1. αυτός που έχει την τάση για έμετο 2. αυτός που παίρνει φάρμακο για έμετο (όπως οι Ρωμαίοι …

    Dictionary of Greek

  • 103ενιαυτός — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν δαίμονας της γονιμότητας και προσωποποίηση του χρόνου. Οι αρχαίοι Έλληνες και Ασιάτες τον λάτρευαν μαζί με τις θεές Ώρες, τη θεά Νύχτα και τον Μήνα. Ο δαίμονας Ε. ενσαρκωνόταν είτε από έναν βασιλιά …

    Dictionary of Greek

  • 104εντερίτιδα — Οξεία ή χρόνια φλεγμονή του εντέρου. Ονομάζεται και εντεροκολίτιδα. Σύμφωνα με άλλη άποψη, ο όρος ε. χρησιμοποιείται μόνο για τη φλεγμονή του λεπτού εντέρου και διακρίνεται από την κολίτιδα. Όταν προσβάλλεται μαζί και το στομάχι αποκαλείται… …

    Dictionary of Greek

  • 105εξαντλητικός — ή, ό [εξάντληση] 1. αυτός που εξαντλεί, που εξασθενίζει εντελώς τις δυνάμεις («εξαντλητική δίαιτα») 2. αυτός που εξετάζει με κάθε λεπτομέρεια τα στοιχεία μιας υπόθεσης («εξαντλητική ανάκριση») …

    Dictionary of Greek

  • 106εξασθενητικός — ή, ό [εξασθένηση] αυτός που προκαλεί εξασθένηση, κατάπτωση, εξάντληση («εξασθενητική δίαιτα») …

    Dictionary of Greek

  • 107ευδίαιτος — εὐδίαιτος, ον (Α) αυτός που ζει με εγκράτεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διαιτος (< δίαιτα «τρόπος ζωής») πρβλ. ομο δίαιτος, οικο δίαιτος, λιτο δίαιτος] …

    Dictionary of Greek

  • 108ευτελής — ές (ΑΜ εὐτελής, ές) 1. αυτός που έχει χαμηλή τιμή, φθηνός, προσιτός, οικονομικός, ολιγοδάπανος, ολιγοέξοδος 2. (συνεκδ. για καταστάσεις, ιδιότητες, ενέργειες, πράγματα) ανάξιος λόγου, αυτός που είναι κατώτερης ποιότητας, ο μειονεκτικός, ο… …

    Dictionary of Greek

  • 109ημεραλωπία — Μειωμένη ικανότητα προσαρμογής του ανθρώπινου ματιού κατά το λυκόφως, με την οποία η οπτική οξύτητα εξασθενεί ανάλογα με τη μείωση του φωτισμού. Η η. εμφανίζεται συχνά σε άτομα που η διατροφή τους είναι πτωχότατη σε βιταμίνη Α. Είναι συχνή σε… …

    Dictionary of Greek

  • 110κένωση — η (ΑΜ κένωσις, Α και ποιητ. τ. κενέωσις) [κενώ] 1. το άδειασμα 2. ιατρ. εκκένωση, αφόδευση, αποπάτηση νεοελλ. το σερβίρισμα αρχ. 1. ιατρ. ελάττωση τού αίματος, πενιχρή δίαιτα 2. (για τη σελήνη) η φθίνουσα …

    Dictionary of Greek