δὴ τότ

  • 21κραίνω — (I) κραίνω και κραιαίνω και κρααίνω (Α) (ποιητ. ρ.) 1. φέρω εις πέρας, τελειώνω, εκτελώ (α. «οἵ μεν φέρτεροί εἰσι νοῆσαί τε κρῆναί τε», Ομ. Οδ. β. «οὐ γάρ μοι δοκέει μύθοιο τελευτὴ τῆδέ γ ὁδῷ κρανέεσθαι», Ομ. Ιλ.) 2. πραγματοποιώ, εκπληρώνω (α.… …

    Dictionary of Greek

  • 22κραταιίς — κραταιίς, ίδος (Α) 1. (για τον λίθο τού Σισύφου) η υπερβολική δύναμη τού λίθου, που προέρχεται από το μεγάλο βάρος του («ὅτε μέλλοι ἄκρον ὑπερβαλέειν, τότ ἀποστρέψασκε κραταιίς», Ομ. Οδ.) 2. (ως κύριο όν. προπαροξύτονο) ἡ Κράταιις η μητέρα τής… …

    Dictionary of Greek

  • 23λιτανεύω — (AM λιτανεύω) [λιτανός] 1. (αμτβ.) κάνω λιτανεία ή μετέχω σ αυτήν 2. (μτβ.) περιφέρω ένα ιερό αντικείμενο επικαλούμενος τη βοήθειά του («λιτανεύουν τὸ εἰκόνισμα», Μαχ.) μσν. αρχ. παρακαλώ, ικετεύω (α. «πολλὰ δέ μιν λιτάνευε γέρων ἱππηλάτα Οἰνεύς» …

    Dictionary of Greek

  • 24μεταγράφω — και ματαγράφω (ΑM μεταγράφω) 1. γράφω εκ νέου, τροποποιώ ή διορθώνω ό,τι έγραψα, ξαναγράφω («ἅ δ οὐ καλῶς ἔγνων τότ , αὖθις μεταγράφω καλῶς πάλιν ἐς τήνδε δέλτον», Ευρ.) 2. αντιγράφω 3. μεταφράζω, ερμηνεύω («ἠξίωσεν οὗτος καὶ τὰ ὀνόματα...… …

    Dictionary of Greek

  • 25μονοειδής — ές (ΑΜ μονοειδής, ές) αυτός που αποτελεί ένα μόνο είδος ή αυτός που αποτελείται από ένα μόνο είδος, απλός, ομοιόμορφος («τότ ἄν τις ἴδοι αὐτῆς τὴν ἀληθῆ φύσιν, εἴτε πολυειδὴς εἴτε μονοειδής», Πλάτ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ μονοειδές η ομοιομορφία …

    Dictionary of Greek

  • 26προτίθεμαι — ΝΜΑ, και ο ενεργ. τ. προτίθημι Α έχω την πρόθεση να κάνω κάτι, σκοπεύω, σχεδιάζω (α. «προτίθεμαι να ταξιδεύσω» β. «πολλάκις προεθέμην ἐλθεῑν πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ) αρχ. ενεργ. προτίθημι 1. (για φαγητό ή γεύμα) τοποθετώ κάτι μπροστά από κάποιον, παραθέτω …

    Dictionary of Greek

  • 27συνείπον — Α (αόρ. β τού συναγορεύω, ή τού σύμφημι) 1. ομιλώ μαζί με κάποιον και, ιδίως, επιβεβαιώνω κάτι που κάποιος άλλος λέει («εἰ δὲ τις τῶν παρόντων ἔχει τί μοι συνειπεῑν, ἀναβὰς εἰς ὑμᾱς λεγέτω», Ισοκρ.) 2. συμφωνώ με κάποιον 3. υπερασπίζω κάποιον… …

    Dictionary of Greek

  • 28τάν — τάς ΝΜΑ (δωρ. τ. αιτ. και γεν. τού θηλ. άρθρ. αντί τήν, τῆς) φρ. «ἢ τὰν ἢ ἐπὶ τᾱς» α) (παρακελευσματική φράση που έλεγαν οι Σπαρτιάτισσες μητέρες στους γιους τους όταν έφευγαν για τον πόλεμο) ή νικητής να φέρεις πίσω την ασπίδα αυτή ή να… …

    Dictionary of Greek

  • 29τόξαρχος — ὁ, Α·1. (για τους Πέρσες) ο αρχηγός τών τοξοτών και όλου τού στρατού, στρατηγός («Δαρεῑος μὲν οὕτω τότ ἀβλαβὴς ἐπῆν τόξαρχος πολιάταις», Αισχύλ.) 2. (ειδικά) διοικητής τού σώματος τών τοξοτών, τοξάρχης («τοῡ τοξάρχου ἀποθανόντος», Θουκ.) 3. (στην …

    Dictionary of Greek

  • 30φρονώ — φρονῶ, έω, ΝΜΑ έχω τη γνώμη, νομίζω, πιστεύω (α. «δεν φρονούμε τα ίδια» β. «φρονώ ότι η Καρχηδών πρέπει να καταστραφεί», παροιμ. φρ. γ. «ἄλλα φρονεόντων καὶ ἄλλα λεγόντων», Ηρόδ.) αρχ. 1. σκέπτομαι, συλλογίζομαι, διανοούμαι («ὅτε ἤμην νήπιος, ὡς… …

    Dictionary of Greek