δὴν

  • 91περιβάδην — ΝΜΑ επίρρ. με τον τρόπο που κάθεται κάποιος σε άλογο, ιππαστί, καβάλα («οὐ περιβάδην ἀλλὰ κατὰ πλευράν», Αχιλλ. Τάτ.) αρχ. με σταυρωμένα τα σκέλη, σταυροπόδι ή με το ένα πόδι πάνω στο άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιβαίνω + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. κατα …

    Dictionary of Greek

  • 92περισταδόν — Α επίρρ. 1. καθώς στέκεται κανείς κυκλικά, γύρω από κάτι, καθώς στέκεται ή έρχεται ολόγυρα («οἱ δὲ περιελθόντες πάντοθεν περισταδόν», Ηρόδ.) 2. από όλες τις πλευρές, από παντού («ἐβάλλοντο περισταδόν», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. περι στα τού περι… …

    Dictionary of Greek

  • 93περισταλάδην — και περισταλαδόν Α επίρρ. 1. βλ. περιστολάδην 2. με σταγόνες 3. (κατά τον Ησύχ.) «περισταλαδόν, περισταζόμενον, περιρρεόμενον τῷ χόλῳ». [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + θ. σταλα τού σταλάσσω + επιρρμ. κατάλ. δην / δόν] …

    Dictionary of Greek

  • 94περιστροφάδην — Α επίρρ. 1. περιφοράδην* 2. περιστροφικά, στριφογυριστά. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + στροφάδην (< στροφάς + επιρρμ. κατάλ. δην), πρβλ. επι στροφάδην, μετα στροφάδην] …

    Dictionary of Greek

  • 95πλην — ΝΜΑ και δωρ. τ. πλαν Ι. (ως πρόθ. καταχρ. με γεν.) εκτός από, εξαιρέσει τού... (α. «όλοι πλην ενός» β. «οἱ Ἕλληνες... πλὴν Λακεδαιμονίων», Αρρ.) γ. «ἐλεύθερος γὰρ οὔ τις ἐστὶ πλὴν Διός», Σοφ.) αρχ. εκτός αυτού, επί πλέον αυτού II. νεοελλ. σύμβολο …

    Dictionary of Greek

  • 96προβάδην — Α επίρρ. 1. περπατώντας μπροστά («μήτ ἐν ὁδῷ μήτ ἐκτὸς ὁδοῡ προβάδην οὐρήσῃς», Ησίοδ.) 2. μτφ. βαθμηδόν, βαθμιαία 3. φρ. «προβάδην ἐξάγω» οδηγώ προς τα εμπρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < προβαίνω + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. κατα βάδην, περι βάδην), βλ. και λ …

    Dictionary of Greek

  • 97πρώην — ΝΜΑ, και πρῴην και δωρ. τ. πρώαν και πρᾱν και συνηρ. τ. πρῶν ή πρῷν και πρόαν Α επίρρ. νεοελλ. 1. άλλοτε 2. τέως («ο πρώην δήμαρχος») μσν. φρ. «ἐκ πρώην» από παλιά μσν. αρχ. προχθές («χθές τε καὶ πρώην», Αριστοφ.) αρχ. 1. μόλις πριν από λίγο,… …

    Dictionary of Greek

  • 98συμβάδην — Μ επίρρ. με τα πόδια ενωμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συμβαίνω + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. περι βάδην), βλ. και λ. βάδην] …

    Dictionary of Greek

  • 99Π, π — Το δέκατο έκτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Οφείλει το σχήμα του στο δέκατο έβδομο γράμμα του σημιτικού αλφαβήτου pe (= στόμα). Από φωνητική άποψη είναι φθόγγος άηχος, ακαριαίος και χειλικός. Ο αρχαίος ελληνικός φθόγγος π προήλθε από τον… …

    Dictionary of Greek

  • 100Φ, φ — Το εικοστό πρώτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Το φ (όπως και τα χ, ψ, ω), αντίθετα με τα άλλα γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου, που προήλθαν από τροποποίηση σημιτικών γραμμάτων, είναι επινόηση των Ελλήνων, και χρησιμοποιήθηκε για την παράσταση …

    Dictionary of Greek