δὴν

  • 81καταίγδην — (Α) επίρρ. ορμητικά, βίαια, σφοδρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αΐγ δην «ορμητικά» (< ἀΐσσω)] …

    Dictionary of Greek

  • 82καταλλάγδην — (Α) επίρρ. αμοιβαία, εναλλάξ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀλλάγ δην «εναλλάξ» (< ἀλλάσσω)] …

    Dictionary of Greek

  • 83κρύβω — και κρύπτω και κρύφτω (AM κρύπτω και κρύβω, Μ και κρύβγω, Α και κρύφω) 1. καλύπτω κάτι έτσι ώστε να μη φαίνεται, σκεπάζω (α. «προσπάθησε να κρύψει τη γύμνια του με ένα σεντόνι» β. «κεφαλὰς δὲ παναίθησιν κορύθεσσι κρύψαντες», Ομ. Ιλ. γ. «ὑφ… …

    Dictionary of Greek

  • 84λάγδην — (Α) επίρρ. με το πόδι, με τη φτέρνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάξ «με το πόδι» (πρβλ. πυξ λάξ) + επιρρμ. κατάλ. δην. Το κ τού θέματος έχει τραπεί στο αντίστοιχο ηχηρό σύμφωνο γ αφομοιωτικά προς το ηχηρό δ που ακολουθεί (πρβλ. μίγδην, φύγδην)] …

    Dictionary of Greek

  • 85λίαν — (AM λίαν, Α ιων. και επικ. τ. λίην, Μ και λία) επίρρ. πολύ, πάρα πολύ, σε μεγάλο βαθμό (α. «λίην γὰρ μέγα εἶπες», Ομ. Οδ. β. «λίην ἄχθομαι ἕλκος») νεοελλ. φρ. «λίαν καλώς» ο δεύτερος κατά σειρά αξίας μετά το «άριστα» βαθμός αξιολόγησης στα… …

    Dictionary of Greek

  • 86μεσοπέρδην — και μεσοφέρδην (Α) επίρρ. (για παλαιστές) κατά τον τρόπο που ο ένας πιάνει τον άλλο από τη μέση και τον ρίχνει κάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μεσοπέρδην, κωμική παραμόρωση τού μεσο φέρδην < μεσο * + φέρ δην (< φέρω) κατά τα ἄρδην, σύρδην] …

    Dictionary of Greek

  • 87μεταΐγδην — (Α) επίρρ. ορμώντας κατόπιν, ορμητικά, με δύναμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἀΐγ δην «ορμητικά» (< ἀΐσσω)] …

    Dictionary of Greek

  • 88μεταπορεύδην — (Α) επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) «μετελθών, ἐπελθών». [ΕΤΥΜΟΛ. < μεταπορεύομαι + επιρρμ. επίθημα δην] …

    Dictionary of Greek

  • 89ουλαί — οὐλαί, αττ. ὀλαί, αἱ (Α) χονδροκομμένο, χονδραλεσμένο κριθάρι με το οποίο πασπάλιζαν το κεφάλι τού θύματος πριν από τη θυσία («ἑτέρη δ ἔχεν οὐλὰς ἐν κανέῳ», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχ. λ., άγνωστης ετυμολ., που αναφέρεται σε κάποιο αγροτικό έθιμο.… …

    Dictionary of Greek

  • 90παμπλήγδην — (Α) επίρρ. (στο λεξ. Σούδα) επιτεταμένος τ. τού ἐμπλήγδην*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + θ. πληγ τού πλήττω* + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. εμ πλήγδην)] …

    Dictionary of Greek