δὴν

  • 61ISIDORUS Isolani — Dominicanus Mediol. Auctor. summae privilegiorum S. Iosephi, A. C. 1523. a Mercurio (qui primus neri posse lanas et in modum testis tiliacei, quales prius fiebant, torqueri ostendit) edoctam laneae vestis texturam primam Aegyptios prodidisse,… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 62OPIFICES — sub Minervae olim patrocinio fuêre: Ovid. Fastor. l. 3. v. 833. Namque Mille Dea est operum. Hinc de illa sic Isidorus: Minervam Gentiles multis ingeniis praedicant: hanc enim primam lanificii usum monstrâsse, hanc etiam telam ordisse et… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 63TELCHINES — popul. Rhodi insulae, eo ex Creta profecti (unde Rhodus Telchinia dicta) Ialysum urbem incolentes. Ovid. Met. l. 7. v. 365. Ialysios Telchinas, Quorum oculos ipso mutantes omnia visu Iuppiter exosus fraternis subdidit undis. Malefici siquidem… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 64άγδην — ἄγδην επίρρ. (Α) συρτά, σβαρνιστά, βίαια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἀγ (τού ρ. ἄγω) + παραγ. κατάλ. –δην] …

    Dictionary of Greek

  • 65άκλαυτος — η, ο (Α ἄκλαυτος, ον) και άκλαυστος 1. αυτός τον οποίο δεν έχουν κλάψει, ο αθρήνητος «τόν έθαψαν άκλαυτο» «νέκυς ἄκλαυτος ἄθαπτος Πάτροκλος» Όμ. 2. εκείνος που δεν κλαίει ή δεν θρηνεί «άκλαυτο παιδί» αρχ. «οὐδὲ σὲ φημι δὴν ἄκλαυτον ἔσεσθαι» Όμ.… …

    Dictionary of Greek

  • 66άντην — ἄντην επίρρ. (Α) 1. απέναντι, αντίκρυ, ενώπιον 2.κατά πρόσωπο, εκ του πλησίον 3.κατά μέτωπο, κατευθείαν 4. φανερά, απροκάλυπτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Επιρρηματική αιτ. από θ. αντ , πιθ. αναλογικά προς τα δην, πλην κ.τ.ό.] …

    Dictionary of Greek

  • 67αέρδην — ἀέρδην και αττ. ἄρδην επίρρ. (Α) 1. ψηλά, στον αέρα, επάνω 2. τελείως, καθ’ ολοκληρίαν, εκ θεμελίων 3. συνολικά, στο σύνολο τους, όλοι μαζί 4. πλήρως, εξ ολοκλήρου, ριζικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Από τη ρίζα *ἀFερ (τού ἀFείρω) > ἀ(F)έρ δην και, με συναίρεση …

    Dictionary of Greek

  • 68αμαρτήδην — ἁμαρτήδην επίρρ. (Μ) αμαρτή*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁμαρτῇ + παραγ. κατάλ. επίρρ. δην] …

    Dictionary of Greek

  • 69αμοιβήδην — ἀμοιβήδην (Α) επίρρ. αμοιβαία, εναλλάξ, διαδοχικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμοιβὴ + επίρρ. κατάλ. δην*] …

    Dictionary of Greek

  • 70αμφαδόν — ἀμφαδὸν και ἀμφανδὸν και ἀμφάδην και ἀμφαδίην επίρρ. (Α) δημόσια, ανοιχτά, φανερά, ολοφάνερα. [ΕΤΥΜΟΛ. Επιρμ. τύποι που σχηματίστηκαν από τα θέματα φᾰ και φαν τού ρ. φαίνω. Ο τ. ἀμφαδὸν < ἀναφαδὸν < ἀνά + θ. φᾰ , φαίνω + δόν. Ο τ. ἀμφανδὸν… …

    Dictionary of Greek