δὴν

  • 31πλέγδην — Α επίρρ. με συμπλοκή, μπερδεμένα («αὐτὰρ ὅ χεῑρας πλέγδην οὐκ ἀνίησιν ἀπ αὐχένος», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πλέκω + επιρρμ. κατάλ. δην (με τροπή τού κ σε γ αφομοιωτικά προς το δ ), πρβλ. αρπάγ δην] …

    Dictionary of Greek

  • 32ποιφύγδην — Α επίρρ. με ισχυρό φύσημα ή με ισχυρό συριγμό, σφυριχτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποιφύσσω + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. μίγ δην] …

    Dictionary of Greek

  • 33ράγδην — ΝΑ επίρρ. 1. με ορμητικότητα, με σφοδρότητα, με βιαιότητα 2. γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμίδα φαγ τού ῥήγνυμι* + επίρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. μίγ δην). Έχει προταθεί, ωστόσο, η διόρθωση του τ. σε δράγδην*. Η σύνδεση, τέλος τών τ. ῥάγδην / …

    Dictionary of Greek

  • 34ρύδην — (I) Α επίρρ. με ορμητική ροή, με ζωηρή κίνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηδενισμένη βαθμίδα ῥυξ τού ῥέω + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. μίγ δην)]. (II) Α επίρρ. βλ. ῥύβδην …

    Dictionary of Greek

  • 35σπάδην — Ν επίρρ. (ως ναυτ. παράγγελμα) με δυνατό και απότομο τράβηγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπα τού σπάω / σπῶ «τραβώ, αποσπώ» + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. βά δην)] …

    Dictionary of Greek

  • 36σπέργδην — Α επίρρ. βιαστικά, γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπέρχομαι «βιάζομαι, κινούμαι οργισμένος» + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. μίγ δην)] …

    Dictionary of Greek

  • 37στάγδην — Α επίρρ. κατά σταγόνες, σταγόνα σταγόνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σταγ τού στάζω* (πρβλ. αόρ. ἐστάγην) + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. μίγ δην)] …

    Dictionary of Greek

  • 38στάδην — Α επίρρ. 1. σε όρθια στάση («στάδην ἑστῶτες ὠρύονται» στέκονται όρθιοι και ωρύονται, Πλάτ.) 2. με το ζύγι, ανάλογα με το βάρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη βαθμίδα στă τού ἵστημι* + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. στάγ δην)] …

    Dictionary of Greek

  • 39στήδην — Α επίρρ. με το ζύγι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. έχει σχηματιστεί από το θ. στη τού ἵστημι με επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. στά δην)] …

    Dictionary of Greek

  • 40συλλήβδην — ΝΜΑ επίρρ. συνολικά και χωρίς διάκριση, όλους ή όλα μαζί (α. «τους οδήγησαν συλλήβδην στο τμήμα» β. «βραχεί δὲ μύθῳ πάντα συλλήβδην μάθε», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συλ ληβ τού συλλαμβάνω (πρβλ. σύλληψις) + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. συμβά δην)] …

    Dictionary of Greek