δὴν
21μίγδην — (Α μίγδην) επίρρ. 1. ανάκατα, ανάμικτα, ανακατωμένα 2. φρ. «φύρδην μίγδην» (για πράγματα ή καταστάσεις) σε μεγάλη ακαταστασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιγ τού μίγνυμι/μείγνυμι + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. φύρ δην)] …
22νύγδην — (Α) επίρρ. με νύξη, με κέντημα, κεντώντας, τσιμπώντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νυγ τού νύσσω* «κεντώ, τρυπώ με αιχμηρό εργαλείο» (πρβλ. παθ. αόρ. ἐ νύγ ην) + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. συλλήβ δην)] …
23ομαρτήδην — ὁμαρτήδην και ὁμαρτήτην (Α) (επικ. τ.) επίρρ. συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁμαρτῆ + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. αμαρτή δην)] …
24ορέγδην — ὀρέγδην (Α) επίρρ. με τα χέρια απλωμένα, με προθυμία, προθύμως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρέγω / ὀρέγομαι + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. κρύβ δην)] …
25παμφύγδην — και δ. γρφ. παμφύρδην (Α) επίρρ. σε πλήρη φυγή, με ολοσχερή ήττα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + θ. φυγ τού φεύγω (πρβλ. φυγή) + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. μίγ δην)] …
26περικλύδην — Α επίρρ. με χύσιμο υγρού γύρω από κάτι ή πάνω σε κάτι ή με πλύσιμο με θερμό νερό, με καταιόνηση («λούεσθαι δὲ χλιαρῷ ὕδατι περικλύδην μᾱλλον ἢ χρίεσθαι», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περικλύζω + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. άρ δην)] …
27περιπλέγδην — Α επίρρ. 1. σε στενό εναγκαλισμό, περιπεπλεγμένως* 2. φρ. «περιπλέγδην ἔχω πήχεσιν» έχω αγκαλιαστεί πολύ σφιχτά με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + θ. πλεκ τού πλέκω + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. εμπλέγ δην)] …
28περιπλίγδην — Α (κατά τον Ησύχ.) «περιβάδην». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. περιπλιγ τού περιπλίσσομαι* (πρβλ. πλίγμα) + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. μίγ δην)] …
29περιρρήδην — Α επίρρ. με τρόπο ολισθηρό, γλιστερά, σε θέση ή σχήμα επικλινές, κατηφορικά, απόκρημνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιρρηδής* κατά τα επιρρ. σε δην (πρβλ. άρ δην)] …
30περιστάδην — Μ επίρρ. περισταδόν*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. περι στα τού περι ίστημι (πρβλ. επίρρ. στάδην) + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. συστά δην)] …