δέῃ

  • 51υπολογίζω — ὑπολογίζομαι, ΝΑ [λογίζομαι] 1. κάνω υπολογισμό, λογαριάζω (α. «υπολόγισα τη βενζίνη που καίει το αυτοκίνητο κάθε εβδομάδα» β. «ὑπολογίζομαι εἰς τήν μίσθωσιν», επιγρ.) 2. λαμβάνω υπ όψιν, αποδίδω σημασία (α. «πρέπει να υπολογιστούν και οι… …

    Dictionary of Greek

  • 52Άγρας — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 500 μ., 883 κάτ.) στην πρώην επαρχία Έδεσσας του νομού Πέλλης. Βρίσκεται στα Δ της Έδεσσας, στην κοιλάδα του Βόδα. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Έδεσσας. Το χωριό έχει το όνομα του ήρωα Μακεδονομάχου Καπετάν Άγρα… …

    Dictionary of Greek

  • 53ανεμογεννήτριες — Κατασκευές που αποκαλούνται επίσης αιολικές μηχανές και έχουν την ικανότητα να μετατρέπουν την ενέργεια του ανέμου (αιολική ενέργεια) σε ηλεκτρική. Κατά κανόνα, αποτελούνται από μία φτερωτή που περιστρέφεται από τον άνεμο και μία διάταξη η οποία… …

    Dictionary of Greek

  • 54Βεγορίτιδα — Λίμνη (68,3 τ. χλμ.) της Μακεδονίας, η βαθύτερη της Ελλάδας, στη βορειοανατολική όχθη της οποίας βρίσκεται η κωμόπολη Άρνισσα. Η λεκάνη της περικλείεται από τα όρη Βόρας στα Β και Κέλλης στα Δ, το Βέρμιο στα Α και το υψίπεδο Εορδαίας στα Ν.… …

    Dictionary of Greek

  • 55δημόσια επιχείρηση — Με την ευρεία έννοια ο όρος αναφέρεται σε κάθε επιχείρηση, ανεξάρτητα από τη νομική της μορφή, της οποίας φορέας από οικονομική άποψη είναι το κράτος ή άλλος οργανισμός δημοσίου δικαίου. Με την έννοια αυτή, δ.ε. θεωρούνται όχι μόνο οι δημόσιες… …

    Dictionary of Greek

  • 56Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… …

    Dictionary of Greek

  • 57Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… …

    Dictionary of Greek

  • 58Ευβοίας, νομός — Νομός (4.167 τ. χλμ., 215.136 κάτ.) της περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας, που περιλαμβάνει την Εύβοια, τη Σκύρο με τα γύρω μικρά νησιά Σκυροπούλα, Βάλαξα, Σαρακηνό κ.ά., τη συστάδα των Πεταλιών (στον ομώνυμο κόλπο), τα μικρά νησιά Καβαλιανή και Στύρα …

    Dictionary of Greek

  • 59ηλεκτροπαραγωγός σταθμός — Εγκατάσταση που προορίζεται για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας ύστερα από τον μετασχηματισμό άλλων μορφών ενέργειας που υπάρχουν στη φύση. Για να παραχθεί ηλεκτρική ενέργεια, πρέπει να περιστραφεί με ορισμένη ταχύτητα μια ηλεκτρική γεννήτρια που… …

    Dictionary of Greek

  • 60Καστρακίου, φράγμα — Υδροηλεκτρικός σταθμός της ΔΕΗ στον Αχελώο, λίγο βορειότερα του σταθμού των Κρεμαστών. Η τεχνητή λίμνη, που σχηματίστηκε με φράγμα ύψους 95 μ. και όγκου περίπου 5.000.000 κ.μ., κινεί τους υδροστρόβιλους. Το έργο κατασκευάστηκε από Έλληνες… …

    Dictionary of Greek