δέλετρον
1δέλετρον — torch neut nom/voc/acc sg …
2δελέτρου — δέλετρον torch neut gen sg …
3δέλετρα — δέλετρον torch neut nom/voc/acc pl …
4δέλετρο — το (Α δέλετρον) νεοελλ. στρ. φορητό φανάρι με καλυμμένες αδιαφανώς τις τρεις πλευρές του αρχ. 1. δόλωμα 2. φανάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δέλετρον με τη σημ. «δόλωμα» < (θ.) δελεF τού δέλεαρ* + (επίθημα) τρον, που δηλώνει όργανο. Η σημ. «φανάρι» που… …
5-τρο(ν) — ΝΜΑ επίθημα.ουδέτερων ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που εμφανίζεται ήδη σε αρχαιότατα κείμενα, έχει μεγάλη παραγωγική δύναμη, κυρίως στην Αρχαία, και απαντά σε 200 περίπου ουσιαστικά. Το επίθημα ουδετέρου τρον, όπως και τα… …