δέκτωρ

  • 1δέκτωρ — δέκτωρ, ο (Α) [δέχομαι] φρ. «αἵματος δέκτωρ νέου» αυτός που παίρνει επάνω του τον νέο φόνο (Αισχύλ.) …

    Dictionary of Greek

  • 2δέκτωρ — one who takes upon himself masc nom sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3θεοδέκτωρ — θεοδέκτωρ, ὁ, ἡ (Μ) θεοδόχος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + δέκτωρ (< δέχομαι), πρβλ. οικο δέκτωρ, προ δέκτωρ] …

    Dictionary of Greek

  • 4οικοδέκτωρ — οἰκοδέκτωρ, ορος, ὁ (Α) πλανήτης στην επικράτεια τού οποίου βρίσκεται άλλος πλανήτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + δέκτωρ (< δέχομαι), πρβλ. θεο δέκτωρ] …

    Dictionary of Greek

  • 5δέχομαι — (AM δέχομαι Α και δέχνυμαι και δέκομαι) 1. παραλαμβάνω κάτι, παίρνω κάτι που μού προσφέρεται ή μού αποστέλλεται 2. συγκεντρώνω, μαζεύω, χωράει μέσα μου («η φιάλη δεν τό δέχτηκε όλο το νερό», «ὀπὸν κάδοις δέχομαι») 3. ανέχομαι, υπομένω («δεν… …

    Dictionary of Greek

  • 6προδέκτωρ — ορος, ὁ, Α ιων. τ. αυτός που δείχνει κάτι εκ τών προτέρων, ο προμηνυτής τού μέλλοντος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + δέκτωρ (< δέχομαι)] …

    Dictionary of Greek

  • 7ԸՆԴՈՒՆԱԿ — (ի, աց.) NBH 1 0773 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 7c, 8c, 10c, 12c ա. δέκτωρ, δέκτριος susceptor Ընդունօղ. ... *Փրկիչ ընդունակ մեղաւորաց. Շար.: *Զի ընդունակ լինիցիմ օտարաց անցաւորաց. Վրք. հց. ՟Ի՟Ա: *Ընդունա՛կ լեր աղօթից եւ մաղթանաց… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)