δὲ λαοί

  • 91ANTAGORAS — Cous, vir, cuius meminit Pausau. l. 1. Item Rhodius, Poeta non ignobilis, cuius festivissimum fertur responsum. Hic enim gulae nonnihil impertiendum ratus, congrum intentius coquebat; Admonitus super ea re Antigonus, illique assistens retro,… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 92CALYDNA — I. CALYDNA insul. maris Myrtoi, quam quidam unam esse cum Calymna putant. Alii Calydnas duas, Leron et Calymnem, quae sunt circa Rhodum. Strabo Calydnam quandam prope Tenedum constituit, cuius mem init Q. Calaber, l. 10. Δὴ γὰρ ποῦ πέλεν ἄντρον… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 93JUNCTIS — manibus precandi ritus, indigitatut apud Virg. Aen. l. 1. v. 97. Ingemit et duplices tendens ad sidera palmas Talia voce refert Et Homerum ante ipsum, Il. η. Λαοὶ δ᾿ ἠρήσαντο, θεοῖσι δὲ χεῖρας ἀνέχον. Tendebant pupuli geminas ad Numina palmas.… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 94PYRRHAEA — quae et Pyrrha, Thessalia sic dicta, a Pyrrha Deucalionis uxore. Strabo ad calcem libri noni: Καθόλου δ᾿ ὅτι πρότερον ἐκαλεῖτο Πυῤῥία ἀπὸ τῆς Δευκαλίωνοςγυναικός. Rhianus, devariis Thes saliae appellationibus: Πυῤῥαν δή ποτε τήν γε παλαιότεροι… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 95Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …

    Dictionary of Greek

  • 96Νάος — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …

    Dictionary of Greek

  • 97Νεολατίνος — ο συν. στον πληθ. α) οι λαοί που έχουν λατινική προέλευση β) συγγραφείς, κυρίως ποιητές, τών νεώτερων χρόνων οι οποίοι συνέγραψαν τα έργα τους στη λατινική γλώσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. (< νε(ο) * + Λατίνος). Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στον Εμ. Ροΐδη] …

    Dictionary of Greek

  • 98Ποσειδών — I Θεός της ελληνικής μυθολογίας, γιος του Κρόνου και της Ρέας και αδελφός του Δία και του Άδη. Λέγεται, στα νεότερα χρόνια, και Ποσειδώνας. Σύμφωνα με έναν αρχαίο μύθο, κατά τη διανομή του κόσμου μεταξύ των γιων του Κρόνου, δόθηκε στον Π. η… …

    Dictionary of Greek

  • 99Σκύθες — Αρχαίος λαός που κατοικούσε στη νότια Ρωσία και τον οποίο γνωρίζουμε από τις πληροφορίες που δίνει ο Ηρόδοτος στο 4o βιβλίο του, καθώς και από τα αρχαιολογικά ευρήματα σε μια μεγάλη περιοχή, που εκτείνεται από τις ακτές της Μαύρης θάλασσας ως την …

    Dictionary of Greek

  • 100Σουμέριοι — Όρος προερχόμενος από το όνομα «Σούμερ» που οι Βαβυλώνιοι έδιναν στην Κάτω Μεσοποταμία, με τον οποίο δηλώνεται ο λαός που κατοίκησε εκεί μεταξύ 4ης και 2ης π.Χ. χιλιετίας. Οι ίδιοι οι Σ. ονόμαζαν τους εαυτούς τους «μαυροκέφαλους» και τη χώρα τους …

    Dictionary of Greek