δάφνη
1Δάφνη — sweet bay fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
2δάφνη — sweet bay fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
3Δάφνῃ — Δάφνη sweet bay fem dat sg (attic epic ionic) …
4δάφνῃ — δάφνη sweet bay fem dat sg (attic epic ionic) …
5δάφνη — (daphnae).Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των θυμελαϊδών. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει οκτώ είδη, από τα οποία τα πιο διαδεδομένα είναι η δ. η μεζέρεια, η δ. η κνέωρη και η δ. η δαφνοειδής.Η πρώτη συναντάται στα δάση της χώρας μας.… …
6Δάφνη — Sp Dãfnė Ap Δάφνη/Dafni L C Graikija …
7Δάφνη, Αιμιλία — (Μασσαλία 1887 – Αθήνα 1941). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο της ποιήτριας και πεζογράφου Αιμιλίας Ζωιοπούλου. Υπήρξε σύζυγος του επίσης ποιητή Θρασύβουλου Ζωιόπουλου (Στέφανου Δάφνη, βλ. λ.).Έγραψεθεατρικά μονόπρακτα, μεταξύ των οποίων και το βραβευμένο… …
8δάφνη — η 1. δέντρο αειθαλές. 2. μτφ., τιμή, δόξα: Αναπαύεται στις δάφνες του …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
9Κάτω Δάφνη — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 569 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ναυπακτίας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του νομού, στα όρια με τον νομό Φωκίδος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ναυπάκτου …
10Νέα Δάφνη — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ.) στην πρώην επαρχία Γορτυνίας του νομού Αρκαδίας …