δάφνη
61φιλόδαφνος — ον, Α (ως προσωνυμία τού Διονύσου) αυτός που αγαπά τη δάφνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + δαφνος (< δάφνη), πρβλ. πολύ δαφνος] …
62ψευδοδάφνη — η, Ν βοτ. παλαιότερη ονομασία τού φυτού Viburnum tinus τού γένους βιβούρνο, αλλ. άγρια δάφνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + δάφνη. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Σπ. Μηλιαράκη] …
63όπερα — Σκηνική δράση που βασίζεται σε ένα λιμπρέτο ολόκληρο μελοποιημένο. Αν και έχει κάποια μακρινή σχέση τόσο με τα μεσαιωνικά θρησκευτικά μυστήρια, που παρίσταναν πάθη και θαύματα, όσο και με θεάματα καθαρά κοσμικού περιεχόμενου, όπως μασκαράτες,… …
64Άγιον Όρος ή Άθως — Πολιτεία μοναχών (2.262 κάτ.) που άνθησε ιδιαίτερα στους βυζαντινούς χρόνους. Το Ά.Ό. είναι βουνό με άφθονα δάση (2.033 μ.), στη νότια άκρη της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, από το οποίο ονομάστηκε έτσι και η χερσόνησος (332,5 τ. χλμ.).… …
65Δάφνις και Χλόη — Βουκολικό μυθιστόρημα που πιθανολογείται ότι γράφτηκε τον 2οαι. ή κατά άλλους τον 4ο ή 5ο αι. Αποτελείται από τέσσερα βιβλία και αποδίδεται στον Λόγγο (βλ. λ.). Η υπόθεση διαδραματίζεται σε παραλία της Λέσβου, όπου οι βοσκοί Λάμων και Δρύας… …
66λαουρίδες — (lauridae). Οικογένεια δικοτυλήδονων ξυλωδών φυτών, της τάξης των λαουρωδών. Oι ιστοί του φλοιού και των φύλλων των λ. περιέχουν πολυάριθμα κύτταρα, με αιθέρια έλαια και σπανιότερα με κομμεορητίνες. Έχουν εναλλασσόμενα φύλλα, συνήθως δερματώδη… …
67Δάφνα — Δάφνᾱ , Δάφνη sweet bay fem nom/voc/acc dual Δάφνᾱ , Δάφνη sweet bay fem nom/voc sg (doric aeolic) …
68δάφνα — δάφνᾱ , δάφνη sweet bay fem nom/voc/acc dual δάφνᾱ , δάφνη sweet bay fem nom/voc sg (doric aeolic) …
69Δάφνας — Δάφνᾱς , Δάφνη sweet bay fem acc pl Δάφνᾱς , Δάφνη sweet bay fem gen sg (doric aeolic) …
70δάφνας — δάφνᾱς , δάφνη sweet bay fem acc pl δάφνᾱς , δάφνη sweet bay fem gen sg (doric aeolic) …