δάφνη
51δάφνος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.000 μ., 80 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωρίδος του νομού Φωκίδος. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 73 χλμ. ΒΔ της Άμφισσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λιδορικίου. Έως το 1928 ονομαζόταν Βοστινίτσα. * * *… …
52δαφνίς — Μυθολογικό πρόσωπο. Νύμφη που κατοικούσε στα όρη των Δελφών. Κατά τον Αισχύλο η Γαία χρησμοδοτούσε αρχικά στο Μαντείο των Δελφών και η Δ. υπήρξε η πρώτη προμάντης και αντιπρόσωπός της. * * * δαφνίς, η (Α) [δάφνη] 1. ο καρπός τής δάφνης 2. η δάφνη …
53δαφνογηθής — δαφνογηθής, ές (Α) (για τον Απόλλωνα) αυτός που ευχαριστιέται με τη δάφνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάφνη + γηθής < γήθος «χαρά, ευχαρίστηση» (πρβλ. πολυγηθής, ευγηθής)] …
54δαφνοειδής — ές (Α δαφνοειδής, ές) όμοιος με δάφνη νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το δαφνοειδές γένος θυμελαιοειδών φυτών τών οποίων είδη είναι το δαφνοειδές το κνίδιο (χολόχορτο) και δαφνοειδής η χαμελαία (λυκονουρά, χαμολιά) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα… …
55δαφνούλα — Ονομασία έξι οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 61 κάτ.) του νομού Άρτης. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, ΒΑ της Άρτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αθαμανίας. Έως το 1954 ονομαζόταν Σιάντος. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 150 μ.,… …
56δαφνόδενδρο — το δάφνη που έχει αναπτυχθεί σε δέντρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάφνη + δένδρο. Η λ. (στον πληθυντικό) μαρτυρείται από το 1866 στον X. Σ. Καρμίτση] …
57δαφνόκομος — δαφνόκομος, ον (Α) στεφανωμένος με δάφνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάφνη + κομος < κόμη «μαλλιά» (πρβλ. καλλίκομος, ξανθόκομος)] …
58δαφνώδης — ες (AM δαφνώδης, ες) [δάφνη] 1. γεμάτος δάφνες 2. δαφνοειδής, όμοιος με δάφνη ή με φύλλα δάφνης νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) δαφνώδη, τα τα δαφνοειδή, οι δαφνίδες …
59θεόκριτος — (Συρακούσες 305; π.Χ. – Κως 260;). Ποιητής. Έζησε για μεγάλο χρονικό διάστημα στην Κω και αργότερα πήγε στην Αλεξάνδρεια, όπου γνωρίστηκε με τους σημαντικότερους ανθρώπους των γραμμάτων της εποχής του. Εκτός από ένα αλληγορικό ποίημά του και 24… …
60λάφνη — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «δάφνη». [ΕΤΥΜΟΛ. < δάφνη, με τροπή τού δ σε λ ] …