δάφνη
21Δάφνην — Δάφνη sweet bay fem acc sg (attic epic ionic) …
22δάφνην — δάφνη sweet bay fem acc sg (attic epic ionic) …
23Δάφνης — Δάφνη sweet bay fem gen sg (attic epic ionic) …
24δάφνης — δάφνη sweet bay fem gen sg (attic epic ionic) …
25Δάφνῃσι — Δάφνη sweet bay fem dat pl (epic ionic) …
26δάφνῃσι — δάφνη sweet bay fem dat pl (epic ionic) …
27Dafni Patras F.C. — The first version of this article has been based in the text of el:Α.Ο. Δάφνη of the Greek Wikipedia published under GFDL. Dafni Patras A.G. Α.Ο. Δάφνη Πατρών A.O. Dafni Patron Image not available Founded 1965 …
28Дафна — (Daphne, Δάφνη). Дочь римского бога Пенея, Апполон пленился ее красотой и стал преследовать ее. Она обратилась к богам с молитвой о спасении и была обращена в лавр, который по гречески и называется Δάφνη. Поэтому это дерево было посвящено… …
29δάφνινος — η, ο (AM δάφνινος, η, ον) [δάφνη] 1. αυτός που ανήκει στη δάφνη («δάφνινα κλαδιά», «δάφνινος ὅρπηξ») 2. καμωμένος από δάφνη («δάφνινο στεφάνι», «δάφνινον ἔλαιον») αρχ. το ουδ. ως ουσ. δάφνινον, το χρώμα σαν τα φύλλα τής δάφνης …
30δαφνίτης — ο (Α δαφνίτης) [δάφνη] νεοελλ. 1. λίθος μέσα στη μάζα τού οποίου διαγράφονται σχήματα όμοια με φύλλα δάφνης 2. ποικιλία τού χλωρίτη αρχ. 1. (επίθετο τού Απόλλωνος) στεφανωμένος με δάφνη 2. φρ. «δαφνίτης οἶνος» κρασί αρωματισμένο με δάφνη …