δάπτης
1δάπτης — eater masc nom sg …
2δάπτης — ο (Α δάπτης, θηλ. δάπτρια και δάπτειρα, η) [δάπτω] νεοελλ. ονομασία κολεόπτερου τής οικογένειας των καραβίδων αρχ. αυτός που κατατρώει, που καταστρέφει («δάπτρια νοῡσος») …
3δάπταις — δάπτης eater masc dat pl …
4δάπτη — δάπτης eater masc voc sg …
5δάπτω — δάπτης eater masc gen sg (attic epic ionic) δάπτω devour pres subj act 1st sg δάπτω devour pres ind act 1st sg …
6δάπτειρα — δάπτειρα, η (Α) βλ. δάπτης …
7δάπτρια — δάπτρια, η (Α) βλ. δάπτης …
8σιτοδάπης — ὁ, Α αυτός που κατατρώγει το σιτάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + δάπης, αντί τού δάπτης (< δάπτω «κατατρώγω»)] …