δώῃσιν

  • 1δώῃσιν — δίδωμι Aër. aor subj act 3rd sg (epic) δίδωμι Aër. aor subj act 3rd sg (epic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να …

    Dictionary of Greek