δώω
1δωῶ — δωός masc/neut gen sg (doric aeolic) …
2δώω — δίδωμι Aër. aor subj act 1st sg (epic ionic) δίδωμι Aër. aor subj act 1st sg (epic) …
3ζω — (AM ζῶ, άω και ήω Α και ζώω και κρητ. τ. δώω) 1. (για έμβια όντα) βρίσκομαι στη ζωή, υπάρχω, είμαι ζωντανός 2. συντηρούμαι στη ζωή, πορίζομαι τα προς το ζην, αποζώ, διατρέφομαι 3. διάγω τον βίο, διαμένω, κατοικώ, περνώ τη ζωή μου («ζει στα ξένα») …
4gʷei̯-3 and gʷei̯ ǝ- : gʷ(i)i̯ē- : gʷ(i)i̯ō- : gʷī- frequent, often with -u- extended — gʷei̯ 3 and gʷei̯ ǝ : gʷ(i)i̯ē : gʷ(i)i̯ō : gʷī frequent, often with u extended English meaning: to live Deutsche Übersetzung: “leben” Material: A. from *gʷei̯ ō: O.Ind. jīvütu ḥ “life” (see under), gáya ḥ “house, courtyard,… …