δώρο

  • 91θεός — Το υπέρτατο ον. Κατά τη θρησκευτική σκέψη είναι αιώνιο, δημιουργός και συντηρητής, πρώτη αιτία, άπειρη και μυστηριώδης, όλων όσα υπάρχουν. Στον πρωτόγονο άνθρωπο, η ιδέα του Θ. διαμορφώθηκε σε σχέση με τις τεράστιες ανάγκες, τα εμπόδια και τους… …

    Dictionary of Greek

  • 92θησαυριστός — ή, ό [θησαυρίζω] σημαντικός, πολύτιμος («θησαυριστό δώρο») …

    Dictionary of Greek

  • 93θυμητικός — ή, ό (Μ θυμητικός, ή, όν) [θυμώ (ΙΙ) θυμούμαι] 1. ενθυμητικός* 2. το ουδ. ως ουσ. το θυμητικό α) δώρο αναμνηστικό, ενθύμιο, θυμητάρι β) μνημονικό, ισχυρή μνήμη, ικανότητα απομνημόνευσης μσν. το ουδ. ως ουσ. τό θυμητικό(ν) 1. το θυμοειδές που κατά …

    Dictionary of Greek

  • 94ιερός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ ἱερός, ά, όν και ἱερός, όν, Α ιων. και ποιητ. τ. ἱρός, ή, όν, δωρ. τ. ἱαρός, αιολ. τ. ἶρος και ἴαρος) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θεό ή στη λατρεία του και γενικά στη θρησκεία, άγιος, όσιος (α. «ιερό ευαγγέλιο» β.… …

    Dictionary of Greek

  • 95ιοδόκος — (I) ἰοδόκος, ον (Α) αυτός που περιέχει βέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰός (ΙI) + δόκος (< δέχομαι), πρβλ. δωρο δόκος, θυο δόκος]. (II) ἰοδόκος, ον (Α) αυτός που περιέχει δηλητήριο, ο δηλητηριώδης («ἰοδόκοι ὀδόντες», Νίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰός (III) + δόκος …

    Dictionary of Greek

  • 96ισόπροικος — ἰσόπροικος, ον (Α) το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσόπροικον γαμήλιο δώρο τού γαμπρού προς τη νύφη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + προικος (< προιξ, κός), πρβλ. ά προικος, πολύ προικος] …

    Dictionary of Greek

  • 97καλλίδωρος — καλλίδωρος, ον (Α) αυτός που αποτελεί ωραίο δώρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + δωρος (< δῶρον), πρβλ. αγλαό δωρος, ολβιό δωρος] …

    Dictionary of Greek

  • 98κανίσκευμα — κανίσκευμα, τὸ (Μ) [κανισκεύω] 1. δώρο 2. προσφορά δώρου 3. δωροδοκία …

    Dictionary of Greek

  • 99κανίσκι — το (AM κανίσκιον, Μ και κανίσκιν και κανίσχιν και κανίσχιον) μικρό, αβαθές καλάθι πλεγμένο με καλάμια ή λυγαριά, πανεράκι, κάνιστρο νεοελλ. μσν. 1. κάνιστρο γεμάτο με δώρα, συνήθως φαγώσιμα 2. πανέρι με διάφορα δώρα που στέλνεται σε επίσημες… …

    Dictionary of Greek

  • 100κανισκεύω — (Μ κανισκεύω και κανισκεύγω) [κανίσκι] στέλνω κανίσκι με δώρα, κάνω δώρο σε κάποιον, χαρίζω μσν. 1. δίνω κάτι χάρισμα, ξεπουλώ κάποιον ή κάτι 2. δωροδοκώ κάποιον …

    Dictionary of Greek