δώρο

  • 71δωτίνη — δωτίνη, η (Α) δώρο, δωρεά …

    Dictionary of Greek

  • 72δόμα — το (AM δόμα, Μ και δόσμα[ν]) δώρο, δωρεά μσν. 1. προσφορά, αφιέρωμα 2. χτύπημα αρχ. πληρωμή …

    Dictionary of Greek

  • 73δώρημα — το (AM δώρημα) το αντικείμενο τής δωρεάς, το δώρο …

    Dictionary of Greek

  • 74δώρον — το βλ. δώρο …

    Dictionary of Greek

  • 75εμβατίκιο — το και εμβατίκι και μπατίκι και εμβατίκια και μπατίκια, τα το ποσό που κατέβαλλε ως δώρο στον επίσκοπο ιερέας για τον διορισμό του σε ενορία …

    Dictionary of Greek

  • 76επαλλαγή — ἐπαλλαγή, η (Α) νεοελλ. 1. διαδοχική και γρήγορη αλλαγή, εναλλαγή 2. η μετάβαση από μια κατάσταση σε άλλη 3. γραμμ. το συντακτικό σχήμα τής έλξεως*, αλλιώς σύζευξη αρχ. 1. συναρμογή ενός πράγματος μέσα σε άλλο 2. «γάμων ἐπαλλαγή» η επιγαμία, ο… …

    Dictionary of Greek

  • 77επιληψία — Χρόνια παροξυσμική και πρόσκαιρη διαταραχή της εγκεφαλικής λειτουργίας που εμφανίζεται ξαφνικά, παύει αυτόματα και έχει την τάση να επαναλαμβάνεται. Η νόσος αποτελεί την κλινική εκδήλωση αυτόματης διέγερσης των νευρώνων έτσι ώστε κατά τη διάρκεια …

    Dictionary of Greek

  • 78επινομίς — ἐπινομίς, ἡ (Α) [νόμος] 1. προσθήκη στον νόμο, παράρτημα, τίτλος έργου που αποδίδεται στον Πλάτωνα 2. δώρο τού νέου έτους («τὴν ὑπὸ Ρωμαίων καλουμένην στρήναν... ἐπινομίδα καλῶν», Αθήν.) 3. μέρος τριήρους …

    Dictionary of Greek

  • 79επισφραγίζω — (AM ἐπισφραγίζω) 1. μτφ. δίνω κύρος σε κάτι, επιβεβαιώνω, επικυρώνω, επιδοκιμάζω (α. «τα λόγια του επισφράγισαν τη γνώμη μου» β. «ἐν ἀμφοτέροις (φιλοσοφίᾳ καὶ θεοσοφίᾳ) εὐδοκιμῶν, τῇ καλῇ ὁμολογίᾳ ἐπεσφράγισας ἀμφότερα», Μηναία) 2. ολοκληρώνω,… …

    Dictionary of Greek

  • 80επιφορά — η (AM ἐπιφορά) [επιφέρω] νεοελλ. (λογ.) συμπέρασμα συλλογισμού μσν. (για όρκο) επιβολή αρχ. 1. προσθήκη στον μισθό κάποιου, επίδομα («τῶν δέ τριηράρχων ἐπιφοράς τε πρὸς τῷ ἐκ δημοσίου μισθῷ διδόντων τοῑς θρανίταις τῶν ναυτῶν», Θουκ.) 2. μεταφορά… …

    Dictionary of Greek