δώρο
61γεραίρω — (AM γεραίρω) [γεραρός] τιμώ, δοξάζω αρχ. 1. ανταμείβω, τιμώ με δώρο 2. απονέμω, παρέχω ή τελώ κάτι σε ένδειξη τιμής 3. εορτάζω, τιμώ με εορταστικές εκδηλώσεις …
62δεκάζω — (AM δεκάζω) διαφθείρω με δώρα ή χρήματα (κυρίως δικαστές ή μάρτυρες για να κρίνουν και να μαρτυρήσουν παρά την αλήθεια και σύμφωνα με τα συμφέροντά μου) αρχ. υπόκειμαι σε δελεασμούς, παρασύρομαι από κάποια αδυναμία ή πάθος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ.… …
63δεξίμι — το 1. δώρο σταλμένο από κάποιον 2. στον πληθ. δεξίμια δεξίματα, το δέξιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δεξ (δέξιμος, δέξιμο) τού δέχομαι] …
64δημάρατος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Κορίνθιος ευγενής (7ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από τον οίκο των Βακχιαδών. Καταδιώχθηκε από τον Κύψελο και έφυγε από την Κόρινθο στα μέσα του 7ου αι. π.Χ., παίρνοντας μαζί του πολλούς καλλιτέχνες. Εγκαταστάθηκε στην… …
65δωρίτης — (I) δωρίτης, ο (Α) (για αγώνα) αυτός στον οποίο παίρνει δώρο ο νικητής. (II) ο ονομασία τής πεταλούδας παρνάσσιος*. η οποία είναι συνηθισμένη στα ελληνικά βουνά …
66δωρεά — Η χωρίς αντάλλαγμα παροχή περιουσιακού στοιχείου. Η παροχή αυτή πρέπει να είναι θετική· έτσι, η παράλειψη κτήσης ενός πράγματος, η παραίτηση από μελλοντικό δικαίωμα καθώς και η αποποίηση κληρονομιάς ή κληροδοσίας δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως… …
67δωρητός — ή, ό (AM δωρητός, ή, όν) αυτός που δίνεται ως δώρο («δωρητὸν οὑκ αἰτητόν») νεοελλ. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να δωρήσει αρχ. αυτός που δέχεται δώρα, που δωροδοκείται …
68δωροδόκημα — το (AM δωροδόκημα) 1. το αποτέλεσμα τής δωροδοκίας, η διαφθορά 2. το δώρο που δίνεται για δωροδοκία νεοελλ. το να δωροδοκείται ή να έχει δωροδοκηθεί κάποιος …
69δωροφορικός — δωροφορικός, ή, όν (AM) 1. αυτός που προσφέρει δώρα 2. αυτός που προσφέρεται ως δώρο …
70δωροφορώ — δωροφορῶ ( έω) (AM) 1. προσφέρω δώρα 2. δίνω δώρο, δωροδοκώ …