δώρο

  • 51αμφιθέατρο — Οικοδόμημα για θεάματα, τυπικό της ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής. Βασικά αποτελείται από μια ελλειπτική κονίστρα, την αρένα (ονομάστηκε έτσι γιατί ήταν στρωμένη με άμμο και στα λατινικά, arena σημαίνει άμμος), γύρω από την οποία βρίσκονται σε κλιμακωτή …

    Dictionary of Greek

  • 52ανάθημα — το (Α ἀνάθημα) οτιδήποτε αναθέτει, αφιερώνει κανείς σε ναό, αφιέρωμα αρχ. 1. γεν. προσφορά, δώρο, αφιέρωμα 2. στολίδι, κόσμημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνατίθημι. ΠΑΡ. αναθηματικός] …

    Dictionary of Greek

  • 53αποδοσίδι — το [απόδοση] 1. ό,τι οφείλει κανείς να αποδώσει 2. αντικείμενο που παρέλαβε κάποιος από κάποιον άλλον για να το δώσει στον δικαιούχο 3. δώρο σε ανταπόδοση δώρου ή ευεργεσίας 4. ό,τι αποδίδει η γη ή η δουλειά («αποδοσίδια του περιβολιού, τ… …

    Dictionary of Greek

  • 54αποστολή — η (ΑΜ ἀποστολή) [αποστέλλω] το να αποστέλλει κανείς κάτι νεοελλ. 1. σπουδαίο έργο προς εκτέλεση, σκοπός της ζωής, προορισμός 2. ομάδα προσώπων που στέλνονται κάπου για ορισμένο σκοπό, αντιπροσωπεία 3. χώρος ή κτήριο όπου είναι εγκατεστημένη η… …

    Dictionary of Greek

  • 55από — (I) (AM ἀπό) πρόθ. σημαίνει 1. απομάκρυνση από τόπο, πρόσωπο, πράγμα, ενέργεια («έφυγε από την πόλη», «ἀπὸ θαλάσσης ᾠκίσθησαν») 2. αλλαγή («από δήμαρχος κλητήρας», «ἀθανάταν ἀπὸ θνατᾱς ἐποίησας Βερενίκαν») 3. προέλευση από τόπο ή πρόσωπο («πήρε… …

    Dictionary of Greek

  • 56απόδομα — το (AM ἀπόδομα) [αποδίδωμι] δώρο, προσφορά μσν. νεοελλ. το τέλος της ζωής, τα στερνά …

    Dictionary of Greek

  • 57αφιέρωμα — το (Μ ἀφιέρωμα) [αφιερώ]. αυτό που αφιερώνεται στον θεό ή στους αγίους, ανάθημα, τάμα νεοελλ. δώρο, και κυρίως σύγγραμμα που προσφέρεται σε κάποιον ως ένδειξη τιμής ή ευγνωμοσύνης …

    Dictionary of Greek

  • 58βιβλιοδεσία — Σύνολο εργασιών με τις οποίες συναρμολογείται σε τόμο ένα βιβλίο με τη συρραφή ορισμένου αριθμού τυπογραφικών φύλλων και την επικόλληση εξωτερικού περιβλήματος. Στην καθημερινή ομιλία, o όρος χρησιμοποιείται και για να υποδηλώσει μόνο το… …

    Dictionary of Greek

  • 59γέρας — το (AM γέρας) 1. αριστείο, βραβείο, έπαθλο αρχ. 1. (για νεκρούς) η επιθανάτια τιμή 2. προνόμιο ή δικαίωμα που παρέχεται σε βασιλείς ή ευγενείς 3. δώρο 4. η αμοιβή που έπαιρναν οι ιερείς στις θυσίες ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ήδη ομηρική, ίσως δε και… …

    Dictionary of Greek

  • 60γενναιόδωρος — η, ο αυτός που παρέχει άφθονα δώρα, ανοιχτοχέρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < γενναίος + δωρος < δώρο(ν) (πρβλ. άδωρος, πολύδωρος)] …

    Dictionary of Greek