δώρο

  • 121μοργανατικός — ή, ό φρ. «μοργανατικός γάμος» (κοινων.) νομικά έγκυρος γάμος μεταξύ ενός άρρενος μέλους βασιλικού, πριγκιπικού ή ευγενικού οίκου και μιας γυναίκας λιγότερο ευγενικής καταγωγής ή από χαμηλότερη κοινωνική τάξη, με τον όρο ότι η σύζυγος δεν θα… …

    Dictionary of Greek

  • 122μπουλουστρήνα — και μπουλιστρίνα, η (Μ μπονεοτρένα) πρωτοχρονιάτικο φιλοδώρημα, μποναμάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μπονεστρένα < λατ. bonae strenae «πρωτοχρονιάτικο δώρο για την αίσια έκβαση τών οιωνών». Για τον τ. μπουλουστρήνα και μουλιστρίνα πρβλ. γαλλ. belles… …

    Dictionary of Greek

  • 123ορθόδωρον — ὀρθόδωρον, τὸ (Α) 1. μέτρο μήκους το οποίο υπολογιζόταν με το χέρι, από το άκρο τού καρπού μέχρι το άκρο τού μεσαίου δακτύλου, ήταν δηλ. ίσο με μία σπιθαμή («ὀρθόδωρον μέτρον τὸ ὀρθὸν τῆς χειρὸς ἀπὸ ἄκρου τοῡ καρποῡ μέχρι τοῡ δακτύλου οἱ δὲ… …

    Dictionary of Greek

  • 124πέμπω — ΝΜΑ 1. ενεργώ προκειμένου να μεταφερθεί κάποιος ή κάτι σε έναν προορισμό, στέλνω, αποστέλλω 2. στέλνω ή φροντίζω ώστε να σταλεί κάποιος κάπου για χάρη μου νεοελλ. παροιμ. «πέψε μου να σού πέψω» όσο μέ περιποιείσαι σέ περιποιούμαι και εγώ αρχ. 1.… …

    Dictionary of Greek

  • 125πέτρα — I Oνομασία διαφόρων αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της αρχαίας μακεδόνικης Πιερίας, χτισμένη πάνω σε ψηλό και απότομο βράχο στα Στενά της Πέτρας, που σχηματίζουν τα Καμβούνια όρη και ο Όλυμπος. Είναι άγνωστο πότε χτίστηκε. Έχουν σωθεί ερείπια από σπίτια …

    Dictionary of Greek

  • 126παμφαής — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Αργείος που φιλοξένησε στο σπίτι του τους Διόσκουρους. 2. Ευγενής από την Πριήνη της Μικράς Ασίας, που επέστρεψε στον Κροίσο το δώρο που του έστειλε: ένα αμάξι φορτωμένο με ασήμι. * * * παμφαής, ές (ΑΜ) αυτός που… …

    Dictionary of Greek

  • 127πανδώρα — I Δίτομο μουσικό βιβλίο, που περιέχει τραγούδια τονισμένα με βυζαντινή παρασημαντική. Στον πρώτο τόμο περιέχονται βυζαντινά δημοτικά τραγούδια και στον δεύτερο αραβοπερσικά. Τα τραγούδια αυτά μεταφέρθηκαν από την αρχαία παρασημαντική στη νεότερη… …

    Dictionary of Greek

  • 128παράσταση — I Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παριστώ, η με αισθητό τρόπο απόδοση συγκεκριμένων ή αφηρημένων πραγμάτων. Π. λέγεται και η εξωτερική όψη ανθρώπου και ο τρόπος της εξωτερικής του εμφάνισης, το παρουσιαστικό του. Επίσης, η κοινωνική εμφάνιση… …

    Dictionary of Greek