δώρο
101καραδοκώ — (AM καραδοκῶ, έω) παρατηρώ κάτι προτείνοντας την κεφαλή, εξετάζω κάτι παραμονεύοντας, παραμονεύω, καιροφυλακτώ, περιμένω την κατάλληλη ευκαιρία, ενεδρεύω αρχ. αποβλέπω σε κάποιον («ἐκαραδόκησεν εἰς ἔμ ἡ βουλὴ πάλιν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρα …
102καρχήσιο — το (Α καρχήσιον και δωρ. τ. καρχάσιον) το άνω άκρο τού ιστού τών ιστιοφόρων πλοίων αρχ. 1. είδος επιμήκους ποτηριού, κυπέλλου με δύο λαβές που εκτείνονταν από τα χείλη μέχρι τη βάση του, το οποίο αναφέρεται από πολλούς αρχαίους συγγραφείς ως… …
103καταπροΐξομαι — και αττ. τ. καταπροίξομαι (Α) (πάντοτε με άρνηση μέλλ. που απαντά σε δοκίμ. συγγρ. ο αόρ. καταπροΐξασθαι μόνο στον Πλούτ.) πράττω κάτι κακό χωρίς ποινή, χωρίς εκδίκηση, μένω ατιμώρητος, ανεκδίκητος, διαφεύγω την τιμωρία («οὐ γὰρ δὴ ἐμέ γε… …
104κατασυνήθεια — κατασυνήθεια, ἡ (Α) πάπ. το συνηθισμένο δώρο, φιλοδώρημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. κατὰ συνήθειαν (το κατά συνηθειαν διδόμενον), πρβλ. πουρμπουάρ < γαλλ. φρ. pour boire «για να πιει (κανείς)»] …
105κοινωνία — Το σύνολο των ανθρώπων που συμβιώνουν σε έναν τόπο ή σε μία ιστορική περίοδο. Από κοινωνιολογική άποψη, η κ. ισοδυναμεί με την ύπαρξη ενός δικτύου δεσμών μεταξύ των ανθρώπων, το οποίο βασίζεται σε συνειδητά (και όχι ενστικτώδη) στοιχεία και σε… …
106κορβάν — κορβᾱν (Α) άκλ. προσφορά στον θεό, ανάθημα, αφιέρωμα («κορβᾱν, ὅ έστι δῶρον, ὃ ἐὰν ἐξ ἐμοῡ ὠφεληθῇς», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < εβρ. korvan «δώρο»] …
107κορβανάς — ο (Α κορβανᾱς) νεοελλ. ταμείο, θησαυροφυλάκιο αρχ. ιερό ταμείο, ιδίως τού ναού στην Ιερουσαλήμ («οὐκ ἔξεστι βαλεῑν αὐτὰ εἰς τὸν κορβανᾱν», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < εβρ. korvan «δώρο»] …
108κτέρας — κτέρας, τὸ (Α) (ποιητ. τ.) 1. κτήση, κτήμα, ιδιοκτησία 2. δώρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Αβέβαιες παραμένουν τόσο η σύνδεση τής λ. με τον τ. κτήμα όσο και η αναγωγή της σε θ. κτερ «καίω». Ο τ. κτέρας μαρτυρείται μόνο στην ονομ. και αιτ. ενώ… …
109κτέρισμα — Προσφορά προς τιμήν του νεκρού, κατά την αρχαιότητα. Η λέξη προέρχεται από την λέξη κτέρας, που σήμαινε την ιδιοκτησία ή το δώρο. Κ. ονομάζονται κυρίως τα αγαπημένα αντικείμενα του νεκρού, τα οποία τοποθετούσαν κοντά του και μέσα στον τάφο ή… …
110λέβητας — ο (AM λέβης, ητος) μεγάλη μετάλλινη χύτρα για βράσιμο νερού ή για μαγείρεμα φαγητού, η οποία κατά τους αρχαίους χρόνους δινόταν και ως τιμητικό δώρο ή ως έπαθλο σε αγώνα, καζάνι, λεβέτι (α. «ὡς δὲ λέβης ζεῑ ἔνδον ἐπειγόμενος πυρὶ πολλῷ», Ομ. Ιλ.… …