δύ-στονος
1στόνος — sighing masc nom sg …
2στόνος — ὁ, Α 1. στεναγμός, κλάμα με αναστεναγμούς (α. «ἀλλ ἀπὸ μιᾱς ὁρμῆς οἰμωγῇ τε καὶ στόνῳ πάντες», Θουκ. β. «στόνον... ἄκουσα κτεινομένων», Ομ. Οδ.) 2. (σχετικά με θάλασσα) ρόχθος, βουητό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα στον τού στένω* (πρβλ. λέγω …
3στόνοι — στόνος sighing masc nom/voc pl …
4στόνοις — στόνος sighing masc dat pl …
5στόνον — στόνος sighing masc acc sg …
6στόνου — στόνος sighing masc gen sg …
7στόνους — στόνος sighing masc acc pl …
8στόνων — στόνος sighing masc gen pl …
9στόνῳ — στόνος sighing masc dat sg …
10μεγαλόστονος — μεγαλόστονος, ον (Α) αυτός που προξενεί πολλούς στεναγμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + στόνος (< στένω «στενάζω, κλαίω»), πρβλ. αλί στονος, βαρύ στονος] …
Страницы